5. Απριλίου 2021

Γράμμα από την Αθήνα

By Editorial Team

του Κώστα Θ. Καλφόπουλου

Η Αθήνα τον Οκτώβριο 2020

Μετά το «παράξενο καλοκαίρι», το πρώτο μετά την πανδημία του covid-19, έπεται φυσιολογικά ένα «αφύσικο φθινόπωρο»: κάποιοι λοιμωξιολόγοι στη Γερμανία «διορθώνουν» την ορολογία, μιλώντας για «επόμενα κύματα» αντί του «δεύτερου κύματος», κάποιοι μεσογειακοί τυφώνες σαρώνουν τη χώρα, προξενώντας τεράστιες ζημιές στην περιφέρεια, τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη μπαινοβγαίνουν στο Αιγαίο την ίδια στιγμή που το Βερολίνο, έδρα της Γερμανικής προεδρίας της ΕΕ, επιχειρεί να μεσολαβήσει μεταξύ των άσπονδων γειτόνων, χωρίς να μπορεί να τιθασεύσει την αλλοπρόσαλλη τουρκική «πολιτική των ερευνητικών σκαφών» στην Αν. Μεσόγειο. Τα σχολεία άνοιξαν με «μασκοφόρους μαθητές» και με κάποιες καταλήψεις (σύνηθες νεολαιΐστικο σπορ της Μεταπολίτευσης), ενώ ήδη ανακοινώθηκε πως λόγω των έκτακτων συνθηκών και της, αναμενόμενης πάντως, ανόδου των δεικτών η στρατιωτική παρέλαση για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 αυτονόητα ακυρώθηκε.

Η Αθήνα τον Οκτώβριο μπορεί να είναι προς το παρόν σε καλύτερη μοίρα από άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις, αλλά κανείς δεν κρύβει τις ανησυχίες του για τον επερχόμενο χειμώνα. «Θα αντέξει το σύστημα;», είναι το το πιεστικό ερώτημα των δημοσιογράφων κατά την ενημέρωση του Υπουργείου Υγείας, αλλά και των βραδυνών δελτίων ειδήσεων, στο βασικό μέλημα των υγεινομικών μηχανισμών. «Το εμβόλιο κατά της γρίππης προστατεύει ενδεχομένως από τον κορωνοϊό;», είναι ένα άλλο θέμα που απασχολεί το κοινό. «Υπάρχει ενδεχόμενο νέου lockdown;» ερωτώνται πεισματικά οι ειδικοί, που παραπέμπουν στους δείκτες, ενώ κάποιοι δημοσιογράφοι αναρωτιώνται «τι συμβαίνει με τον κ. Τσιόδρα;», ο οποίος έχει παραχωρήσει τη θέση του σε άλλον εκλεκτό συνάδελφό του και μέλος της επιτροπής ειδικών, την οποία συμβουλεύεται η κυβέρνηση.

Το καθημερινό αναλυτικό δελτίο ενημέρωσης από το Υπουργείο Υγείας, προσιτό πλέον στα κινητά και τα τάμπλετ των πολιτών, θυμίζει κάτι από το αθλητικό ρεπορτάζ των παλιότερων ημερών: πρέπει να υπάρχει διαρκής ροή ειδήσεων, με ρεπορτάζ, συνεντεύξεις, αναλύσεις, πράγμα αναγκαίο, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες υπερβολές σε πολλά βραδυνά δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση, στον τόνο και το λεξιλόγιο των εκφωνητών ή των σχολιαστών.

Από την άλλη όμως, κάποιες «αστοχίες» του μηχανισμού μπορεί να δώσουν τροφή, όχι για σκέψη, αλλά για απερισκεψία, όπως συνέβη πρόσφατα με τις λάθος διαστάσεις στις μαθητικές μάσκες, τις οποίες η κυβέρνηση χορήγησε δωρεάν στα σχολεία, όπως θα συνέβαινε το πιθανότερο και στη DDR τω καιρώ εκείνω. Μαζί με το σύνηθες shitstorm  στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσφιλής αντίδραση όσων κυρίως δεν έχουν κάτι παραγωγικότερο να σκεφτούν ή να κάνουν, ακολούθησαν και κάποιες μεμονωμένες αντιδράσεις μαθητών και γονέων σε ορισμένα σχολεία κατά της μάσκας. Όμως, ο απλός κανόνας, ό,τι στα γερμανικά αποκαλούμε Faustregel, είναι ένας: «χέρια-απόσταση-μάσκα» (ΧΑΜ/ ΗΑΜ). Και ισχύει παντού, σε όλες τις χώρες, σε όλο τον κόσμο.

Πολιτιστική πολιτική στα χρόνια του κορωνοϊού

Αυτό όμως είναι και ένα εξ ίσου διαφορετικό «λογοτεχνικό φθινόπωρο» (Literaturherbst) στην Ελλάδα, όπως και στη Γερμανία. Η καθυστερημένη ακύρωση του Grand Salon του Βιβλίου στη Φρανκφούρτη εξέπληξε μέχρι και τη Frankfurter Allgemeine, που τη σχολίασε αρκούντως καυστικά, ενώ, αντίστοιχα, η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, η οποία φέτος θα υποδεχόταν τη Γερμανία, αναγκάστηκε και αυτή, με σημαντική καθυστέρηση, να ακολουθήσει τη μόνη εναλλακτική λύση της «ψηφιακής έκθεσης», αναπροσαρμόζοντας τα αρχικά φιλόδοξα σχέδιά της και προσχωρώντας στη λύση της διαδικτυακής πλατφόρμας εκδηλώσεων, συζητήσεων και παρουσιάσεων.

Η κίνηση στα βιβλιοπωλεία είναι μειωμένη, αντίθετα, οι ηλεκτρονικές αγορές εμφάνισαν αυτονόητα σταθερή άνοδο. Στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της πόλης μπορεί κανείς να δει μια μικρή «ουρά» από υπομονετικούς αναγνώστες να περιμένουν υπομονετικά, και με μάσκα, την είσοδό τους στο κατάστημα. ‘Ομως, στα μικρομεσαία βιβλιοπωλεία η εικόνα συνεχίζει να είναι, όπως παλιά, απογοητευτική ως προς την προσέλευση του κοινού. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, όπου η αγορά του βιβλίου (Buchmarkt) ενισχύθηκε με ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό (γύρω στα 20.000.000 ευρώ θα διατεθούν για τη στήριξη του κλάδου, όπως έχει ανακοινωθεί), εδώ ακόμα δεν έχουν παρθεί ανάλογα μέτρα. Η προστατευτική ομπρέλλα του κράτους ακόμα δεν έχει χώρο για το βιβλίο, σε μια χώρα πάντως που ουδέποτε είχε συγκροτημένη «πολιτική για το βιβλίο» και όπου οι περισσότεροι παράγοντες στον χώρο προσβλέπουν στον κρατικό προστατευτισμό και, κυρίως, στα κρατικά κονδύλια, αν θυμηθεί κανείς την «φαραωνική» παρουσία της Ελλάδας στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης το 2001, με την κατασπατάληση υπέρογκων ποσών για την προβολή της με ελάχιστα οφέλη για την ελληνική λογοτεχνική και εκδοτική παραγωγή.

Οι εκδοτικοί οίκοι αναγκάστηκαν να αναπροσαρμόσουν, κάποιοι ίσως και να μειώσουν το εκδοτικό τους πρόγραμμα, καθώς πολλοί τίτλοι μετατέθηκαν χρονικά από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο και άλλοι για την περίοδο των εορτών. Εφ’ όσον ισχύουν οι υγειονομικοί περιορισμοί για την καταπολέμηση της πανδημίας, όπως και στις άλλες χώρες οι παρουσιάσεις βιβλίων και οι λογοτεχνικές εκδηλώσεις, τα δημοφιλή «μπαζάρ βιβλίου» σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη έχουν ουσιαστικά καταργηθεί επ’ αόριστον. Η μόνη διέξοδος και πάλι, ο ψηφιακός κόσμος: η διαδικτυακή προβολή μιας εικονικής συνάντησης των συγγραφέων με το κοινό τους και της σχετικής συνομιλίας με τον δημοσιογράφο ή τον κριτικό. Σαν να βλέπει κανείς ποδόσφαιρο από τον καναπέ θυμίζει αυτό το ψυχρό σκηνικό, που ναι μεν ενισχύει την επικοινωνία με τους όρους και τις δυνατότητες της τεχνολογίας, αλλά αφαιρεί τη ζωντάνια της φυσικής παρουσίας και άμεσης συμμετοχής στα πολιτιστικά δρώμενα, τη φιλική κουβέντα, τη δημόσια συζήτηση, την προσωπική γνωριμία με τον συγγραφέα. Ακόμα χειρότερα, το ίδιο σκηνικό ισχύει και για τα σπορ: εθνικά πρωταθλήματα, διεθνείς διοργανώσεις, ακόμα και το Rolland Garros, όλες οι μικρές και μεγάλες αθλητικές δραστηριότητες διεξάγονται χωρίς θεατές. Όμως, στην Ελλάδα ο κόσμος είχε αδειάσει τις κερκίδες πολύ πριν την πανδημία.

Μαζί τους, υποφέρουν, ήδη από το καλοκαίρι, οι μουσικές συναυλίες και οι θεατρικές παραστάσεις, ενώ οι χειμερινοί κινηματογράφοι για πρώτη φορά τα μεταπολεμικά χρόνια δεν έδωσαν «ραντεβού τον Σπετέμβριο», όπως αναγραφόταν έξω από τις αίθουσές τους, συχνά την επιγραφή τους διακοσμούσε μία ομπρέλλα με κάποιες σταγόνες βροχής. Μόνη διέξοδος οι θερινοί κινηματογράφοι, που υποδέχτηκαν και τον ετήσιο κινηματογραφικό θεσμό «Νύχτες πρεμιέρας», ένας επιτυχημένος κινηματογραφικός θεσμός, όπου προβάλλονται παλαιότερες ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους, και νεότερες διεθνείς παραγωγές, πολλές φορές με την παρουσία σημαντικών σκηνοθετών και ηθοποιών στο παρελθόν.

Ο πολιτισμός στα χρόνια της πανδημίας βρίσκεται μπροστά σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, ακόμα και σε περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, που ακολούθησε τον στρεβλό δρόμο της «βιομηχανίας του πολιτισμού», μαζί με τη «βιομηχανία του τουρισμού». Και οι δύο κλάδοι υφίστανται, όπως ήταν αναμενόμενο, τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης, αλλά και των κεντρικών επιλογών του κράτους και των εκάστοτε κυβερνήσεων επί δεκαετίες: ποσότητα αντί ποιότητας, άναρχη επέκταση δραστηριοτήτων, πρόσκαιρα οφέλη αντί μακροπρόθεσμων σχεδιασμών. Στα θετικά πάντως ο νέος φωτισμός της Ακρόπολης, που αναδεικνύει με καινοτόμες τεχνολογίες και υποβλητικές φωτοσκιάσεις την κοιτίδα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, την οποία ακόμα αναζητούν οι Νεοέλληνες.

Πολιτική και Δικαιοσύνη 

Ανάμεσα στην πανδημία και τον πολιτισμό δεν θα μπορούσε φυσικά να απουσιάζει η πολιτική, μαζί με το ποδόσφαιρο η πιο προσφιλής ενασχόληση των Νεοελλήνων, που παθιάζονται να διαφωνούν, συχνά μπερδεύοντας τις δύο δραστηριότητες, άλλοτε πολιτικοποιώντας τα ποδοσφαιρικά δρώμενα και άλλοτε ποδοσφαιροποιώντας την πολιτική συζήτηση. Κι αν κάποτε ήταν τα καφενεία ο δημόσιος χώρος των αντιπαραθέσεων, τώρα πλέον είναι τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης που έχουν υποκαταστήσει τον πάλαι ποτέ ανδροκρατούμενο χώρο και την «συζήτηση επίπεδου καφενείου» και όπου, όπως σε όλο τον κόσμο, ξεχειλίζει η ανθρώπινη βλακεία, που τη φοβήθηκε ο Αϊνστάιν, η ημιμάθεια (Halbbildung), που την απεχθανόταν ο Αντόρνο, και η εμπάθεια.

Κανείς όμως, από οποιοδήποτε «στρατόπεδο» και αν προέρχεται, δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη βαρύτητα της απόφασης του Δικαστηρίου, σχετικά με τη Χρυσή Αυγή, με αφορμή τη δολοφονία του ράππερ Πέτρου Φύσσα, στο Πέραμα, το 2013, από μέλη της οργάνωσης, που μάλιστα εκπροσωπήθηκε και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όπου την έστειλαν γύρω στους 450.000 ψηφοφόρους, μαζί με άλλα «αντιμνημονιακά» κόμματα: ίσως το πιο έντονο αποτύπωμα της βαθύτερης κρίσης του κοινοβουλευτισμού στα χρόνια της Γ΄Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και της «εθνικής τύφλωσης» (nationale Blendung) που κυριάρχησε στη δεκαετία της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης την περίοδο 2010-2019, καθώς έδωσε πολιτικό χώρο και κοινοβουλευτική υπόσταση σε κόμματα αντιθεσμικά και αντικοινοβουλευτικά, στο όνομα της «κάθαρσης», του αντιευρωπαϊσμού, αλλά και του άκρατου λαϊκισμού, που υποσχόταν πως θα καταργούσε τα μνημόνια «με έναν νόμο, με ένα άρθρο», για να συρθούν στο τέλος σε τρίτο μνημόνιο! H «madame Merkel δεν έκανε πίσω», όπως την καλούσε να κάνει ο τότε πρωθυπουργός της χώρας σε Kauderwelsch διάλεκτο, το αντίθετο: η χώρα πήγε πολλά χρόνια πίσω με αυτή την τυχοδιωκτική πολιτική.

Το βασικό χαρακτηριστικό δεν ήταν η αναμενόμενη καταδίκη των δραστών, αλλά ο χαρακτηρισμός τους ως μέλη «εγκληματικής οργάνωσης», με δομή, ιεραρχία και βίαιες πρακτικές που αντιστοιχούσαν στη νεοναζιστική ιδεολογία της. Με την απόφαση αυτή, η Ελληνική Δικαιοσύνη, διαψεύδοντας τις Κασσάνδρες, στάθηκε ακόμα μια φορά στο ύψος της: υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα!, όπως αποδείχτηκε και στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν αντιτάχθηκε στις επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης να θέσει υπό τον έλεγχό της το μηντιακό τοπίο στη χώρα. Οι βαρειές ποινές του Δικαστηρίου ήταν η απάντηση της Δημοκρατίας, που λοιδωρήθηκε εκ δεξιών και εξ αριστερών όλα αυτά τα χρόνια. Η δίκη αυτή ήταν εμβληματική όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, που αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια ζητήματα αμφισβήτησης των φιλελεύθερων αξιών από ένα φάσμα ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων: ένα «φάντασμα του λαϊκισμού» που πλανιέται πάνω από τον κόσμο και απειλεί την ευρωπαϊκή παράδοση του Διαφωτισμού, από την Αθήνα μέχρι το Βερολίνο και από τη Βουδαπέστη μέχρι το Λονδίνο. Οι 15.000 που συγκεντρώθηκαν έξω από τα δικαστήρια υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τη δικαστική απόφαση, αλλά αποτέλεσαν και μία άλλη εκδοχή του superspreader, αψηφώντας τα υγειονομικά προληπτικά μέτρα.

Δύσκολος χειμώνας εν όψει

Ιστορικά, ο Οκτώβριος έχει τη δική του σημαντική επέτειο: την απελευθέρωση της Αθήνας, που ξεκίνησε στις 12 Οκτωβρίου του 1944, όταν ο Γερμανικός στρατός εγκαταλείπει την πρωτεύουσα, η σβάστικα υποστέλλεται από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, και στον ιστό της θα κυματίσει μετά από τέσσερα περίπου χρόνια και πάλι η ελληνική σημαία. Λίγο μετά, ο Γεώργιος Παπανδρέου θα εκφωνήσει από τον εξώστη του Υπουργείου Συγκοινωνίας, στην Πλατεία Συντάγματος (το κτήριο όπου σήμερα στεγάζεται το πολυκατάστημα Public) τον περίφημο «Λόγον της Απελευθερώσεως». Στις επευφημίες και τους πανηγυρισμούς του πλήθους των Αθηναίων κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί κάτι άλλο από την ειρήνη και την ευημερία, μέσα από τα ερείπια και τις αιματηρές θυσίες στη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής.

Δυο μήνες μετά θα ξεσπάσει ο Εμφύλιος, λίγα μέτρα πάνω από το ιστορικό κτήριο: στις 4 Δεκεμβρίου θα πέσουν οι πρώτοι πυροβολισμοί από την ταράτσα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», μαζί και τα πρώτα θύματα στον πόλεμο μεταξύ των ίδιων ανθρώπων που λίγο πριν πανηγύριζαν για την Απελευθέρωση: η μάχη της Αθήνας, που κόστισε στην Ελλάδα «αίμα, δάκρυα και ιδρώτα», τη φορά αυτή σε μία αδελφοκτόνα σύρραξη. Ένα ακριβό τίμημα, που μέχρι σήμερα έχει στοιχειώσει στην πολιτική ζωή του τόπου. Μαζί και η πικρή διαπίστωση, πως ό,τι τουλάχιστον σεβάστηκαν οι κατακτητές, χαρακτηρίζοντας την Αθήνα ως «ανοιχτή πόλη», το κατέστρεψαν με τα ίδια τους τα χέρια οι αντιμαχόμενες παρατάξεις μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Η Αθήνα, και ευρύτερα η Αττική, όπου συγκεντρώνεται σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας, υφίσταται ήδη τη μεγαλύτερη πίεση σε αυτόν τον υγειονομικό αγώνα δρόμου για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Το παρήγορο είναι πως εδώ δεν εμφανίστηκαν, όπως αντίθετα συνέβη στη Γερμανία, διαδηλώσεις κατά των υγεινομικών μέτρων και μαζική αμφισβήτηση της χρησιμότητας της μάσκας.

Σε οικονομικό και υγειονομικό επίπεδο, ο χειμώνας αναμένεται, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, πολύ δύσκολος. Δεν είναι μόνο τα μέτρα που διαρκώς προσαρμόζονται ανάλογα με την αυξομείωση των δεικτών. Είναι κυρίως η ψυχολογία της αβεβαιότητας και η διαφαινόμενη κόπωση στις πρωτόγνωρες συνθήκες πανδημίας που κυριαρχούν στον πλανήτη, περιμένοντας τουλάχιστον να βρεθεί το κατάλληλο εμβόλιο.

Που ίσως, τη χρονιά αυτή, να είναι μέσα στα «δώρα των Τριών Μάγων» για τις μέρες των Χριστουγέννων που έρχονται, μαζί με τις ευχές και τις ελπίδες που συνοδεύουν κάθε καινούργιο χρόνο.