Του Νίκου Νικήσιανη*
Κάθε καλοκαίρι, οι δασικές πυρκαγιές μας ραγίζουν την καρδιά. Τη στιγμή εκείνη, όταν σε πλημμυρίζει η οργή και ο πόνος, είναι δύσκολο να σκεφτείς οτιδήποτε άλλο πέρα από κατάρες για όσους έχουν την ευθύνη για αυτές τις τραγωδίες – κυρίως, για την εκάστοτε κυβέρνηση. Και δικαίως: ευχόμαστε να πιάσουν όλες αυτές οι κατάρες γιατί οι ευθύνες αυτές είναι πραγματικές, διαχρονικές και εγκληματικές.
Την επόμενη μέρα όμως, πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Αν θέλουμε να δράσουμε με αποτελεσματικότητα απέναντι στις δασικές πυρκαγιές, σε ένα τόσο σύνθετο οικολογικό και κοινωνικό ζήτημα, πρέπει να καταλάβουμε με ειλικρίνεια, χωρίς ευκολίες, τις αιτίες και τις συνέπειές τους.
Θέμα πρώτο, η κλιματική κρίση
Αυτή η συζήτηση, οφείλει να ξεκινά και να τελειώνει, μιλώντας για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, την κλιματική κρίση. Όχι ως δικαιολογία για τις ανεπάρκειες της πολιτικής δασοπροστασίας, αλλά γιατί η κλιματική αλλαγή εγγυάται ότι οι δασικές πυρκαγιές θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια και άρα υπογραμμίζει την ανάγκη για αποτελεσματική αντιμετώπιση.
Πολύ σχηματικά, οι πυρκαγιές εκδηλώνονται πιο συχνά, είναι δριμύτερες και καίνε μεγαλύτερη έκταση, ανάλογα με το πόσο ξερά είναι τα υλικά που καίνε, άρα ανάλογα με τις ημέρες ανομβρίας και καύσωνα. Και οι δυο αυτές μεταβλητές, αναμένεται να αυξηθούν στα μεσογειακά καλοκαίρια. Χωρίς να επεκταθούμε σε πολλά στοιχεία, να θυμηθούμε μόνο ότι οι δύο πλέον καταστρεπτικές χρονιές μέσα στην τελευταία 30ετία, το 2007 και το 2021, χαρακτηρίστηκαν από μακρόχρονη ξηρασία και ισχυρούς καύσωνες.
Φέτος, σε πολλά ορεινά μέρη, εκεί που κανονικά ακόμα και το καλοκαίρι βρέχει σχεδόν κάθε εβδομάδα, οι άνθρωποι έκαναν να δουν βροχή ως και δυόμιση μήνες, ενώ, στο περιθώριο των πυρκαγιών που δικαίως κέρδισαν την προσοχή μας, χιλιάδες καλλιέργειες (και καλλιεργητές) κάηκαν από τον παρατεταμένο καύσωνα.
Φυσικό φαινόμενο ή καταστροφή;
Βέβαια, η κλιματική αλλαγή δεν είναι η «αιτία» των δασικών πυρκαγιών. Οι δασικές πυρκαγιές δεν χρειάζονται καμιά αιτία, αποτελούν ένα απόλυτα φυσικό, αναγκαίο μάλιστα, φαινόμενο, ενταγμένο στους κύκλους διαδοχής και ανανέωσης των δασικών συστημάτων, ιδιαίτερα των μεσογειακών.
Στα μέρη μας, όταν ένα γυμνό έδαφος ξεκινά να δασώνεται, τα δέντρα που συνήθως έχουν το πλεονέκτημα είναι τα πεύκα, καθώς χρειάζονται λιγότερο νερό και περισσότερο φως. Όσο όμως η πρώτη γενιά τους μεγαλώνει, οι συνθήκες στο έδαφος αλλάζουν: μειώνεται το φως -από την ίδια τη σκιά τους- και αυξάνεται η υγρασία. Σε αυτές τις συνθήκες, τα νεαρά πευκάκια αρχίζουν να δυσκολεύονται, ενώ άλλα είδη, όπως η βελανιδιά στα χαμηλά, η οξιά και το έλατο στα ψηλότερα υψόμετρα, τα πάνε σαφώς καλύτερα. Αν λοιπόν αυτή η πορεία συνεχιστεί αδιατάρακτη για δεκαετίες, σταδιακά τα πεύκα θα δώσουν τη θέση τους στα άλλα είδη.
Ο μόνος τρόπος που έχουν τα πεύκα για να κερδίσουν το χαμένο έδαφος είναι να «προκαλέσουν» μια απότομη καταστροφή, ώστε στο εκ νέου απογυμνωμένο έδαφος, να ανακτήσουν αυτά πάλι το πλεονέκτημα. Για αυτό τα μεσογειακά είδη πεύκου έχουν εξελιχθεί έτσι ώστε όχι μόνο να αναγεννούνται εύκολα μετά από μια πυρκαγιά, αλλά να υποβοηθούν την εξάπλωση της πυρκαγιάς, με τα εύφλεκτα υλικά τους. Παράδοξο, αλλά έτσι είναι η εξέλιξη: παράδοξη, ενδεχομενική, ανταγωνιστική. Όποιος αναζητά στη φύση «αρμονίες», απλά προβάλλει σε αυτή τις δικές του ιδέες για τον κόσμο.
Μέσα στην προχειρότητα του δημόσιου λόγου βέβαια, κάποιες τέτοιες γνωστές οικολογικές σχέσεις, εύκολα μετασχηματίζονται σε κραυγές του τύπου «πεύκα – εμπρηστές» και από εκεί σε καταγγελίες «αυτών που γέμισαν την Ελλάδα πεύκα» και από εκεί στις πρωθυπουργικές εξαγγελίες ότι αυτή τη φορά θα «φυτέψουμε τα σωστά (sic) δέντρα». Τα πεύκα δεν είναι εκεί γιατί τα έβαλε κάποιος ανίδεος, αλλά ακριβώς γιατί -όπως είπαμε- είναι τα είδη που τείνουν να καλύπτουν πρώτα τις γυμνές εκτάσεις. Και πολλά, τα περισσότερα από τα δάση που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα, ήταν μέχρι πρόσφατα ακριβώς αυτό: γυμνές εκτάσεις.
Περισσότερα δάση, περισσότερες πυρκαγιές
Μπορεί να είναι κάπως δύσκολο να το παραδεχθούμε, αλλά ποτέ στην πρόσφατη ιστορία του, ο ελλαδικός χώρος δεν ήταν τόσο δασωμένος, από άκρη σε άκρη, όσο σήμερα. Ο λόγος είναι η απότομη εγκατάλειψη της υπαίθρου, κυρίως της ορεινής και της νησιώτικης, η ουσιαστική κατάργηση της ορεινής γεωργίας και της εκτατικής κτηνοτροφίας. Πολλοί και πολλές το αναγνωρίζουμε αυτό για ένα χωριό που ξέρουμε, αλλά σπάνια κάνουμε την αναγωγή στο σύνολο της χώρας.
Το τοπίο στην ελληνική ύπαιθρο έχει αλλάξει ραγδαία. Λιβάδια και χωράφια δασώθηκαν, αραιά δάση πύκνωσαν. Εκεί που πριν από 50 χρόνια χιλιάδες γίδες τρώγανε και το τελευταίο κλαδάκι, σήμερα απλώνονται νεαρά δάση πεύκης και βελανιδιάς. Εκεί που χιλιάδες άνθρωποι, υλοτόμοι, βοσκοί, ρητινοσυλλέκτες κα, κυκλοφορούσαν μέσα στα λιγοστά δάση, σήμερα επικρατεί ερημιά. Ακόμα κι η υλοτομία περιορίζεται σε λίγα δάση υψηλής παραγωγικότητας, ενώ μεγάλες εκτάσεις παραμένουν ουσιαστικά χωρίς διαχείριση – καθίστανται δηλαδή σταδιακά «παρθένες» για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του συρμού.
Καλό ή κακό, δεν έχει σημασία πως θα το χαρακτηρίσουμε, έτσι είναι. Μία από τις αναπόφευκτες επιπτώσεις αυτής της αλλαγής, είναι και ραγδαία αύξηση της καύσιμης ύλης, άρα και του κινδύνου και της έκτασης των πυρκαγιών. Μια άλλη βέβαια συνέπεια, είναι η απορρόφηση περισσότερου CO2 και η επιβράδυνση της κλιματικής αλλαγής. Επίσης, η αύξηση φυσικών οικοτόπων. Αλλά και η μείωση της ετερογένειας του τοπίου και των οικοσυστημάτων.
Μην αναζητάτε στην οικολογία εύκολες απαντήσεις τί είναι καλό και τί κακό. Αυτό δεν είναι δουλειά της επιστήμης, είναι δουλειά της κοινωνίας να το κρίνει. Θέλουμε να ελέγξουμε την αύξηση και την πύκνωση των δασών, για να περιορίσουμε έτσι και τον κίνδυνο πυρκαγιών; Ας επιδοτήσουμε τότε, όπως προτείνουν κάποιοι, την παραδοσιακή, ορεινή, εκτατική κτηνοτροφία, τους ρητινοσυλλέκτες ή τους υλοτόμους. Υπάρχουν βέβαια τέτοια περιθώρια, αλλά και αντίστοιχες διαθεσιμότητες σήμερα; Θα αφήναμε το γραφείο μας για να μέναμε σε ένα χωριό 30 ατόμων και να βοσκάμε γίδια; Ή θέλουμε τα δάση μόνο για οικοτουρισμό και φυσιολατρία; Ας τα αφήσουμε τότε όπως είναι, να επιβραδύνουν και την κλιματική αλλαγή, και ας τα προστατεύουμε όσο μπορούμε από τις φωτιές. Δύσκολες ερωτήσεις.
Δασοπροστασία και πρόληψη
Σε κάθε περίπτωση, όσο τα δάση αυξάνονται και ερημώνουν, όσο η κλιματική κρίση μεγαλώνει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη προστασίας. Πώς όμως; Αρκούν οι φωνές «στείλτε τα αεροπλάνα»;
Όχι, σίγουρα όχι. Αν έχουμε να αντιμετωπίζουμε όλο και περισσότερες, όλο και μεγαλύτερες πυρκαγιές σε όλο και πυκνότερα δάση, δεν μας σώζουν ούτε όλα τα αεροπλάνα του κόσμου. Άλλωστε, τα αεροπλάνα δεν «σβήνουν» φωτιές: ρίχνουν νερό για να κρυώσουν κάπως την καύσιμη ύλη, ώστε να πέσει η ένταση της πυρκαγιάς και να μπορέσουν τα επίγεια τμήματα να την απομονώσουν. Γενικότερα, οι δασικές πυρκαγιές δεν «σβήνουν»: αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι πυροσβεστικές δυνάμεις είναι να την «οριοθετήσουν» -όπως επικράτησε να λέγεται- εντός των ήδη καμένων εκτάσεων.
Για αυτό και αμφισβητείται τόσο έντονα η ανάθεση προ 20ετίας, των δασικών πυρκαγιών στην Πυροσβεστική Υπηρεσία. Η Πυροσβεστική -σε αδρές γραμμές- ξέρει να επεμβαίνει με την «μάνικα στο χέρι»: να στέλνει το όχημα (από ένα δρόμο), να γεμίζει νερό (από μία παροχή) και να το πετάει πάνω στη φωτιά. Τα δάση που καίγονται όμως, πολλές φορές δεν έχουν ούτε δρόμους, ούτε παροχές και δεξαμενές, ενώ σε ένα φλεγόμενο πευκοδάσος, μια μάνικα, ή 20 μάνικες (γιατί τόσες φτάνουν ως εκεί) είναι σαν να πιτσιλάς ένα καμίνι.
Δεν ξέρω λοιπόν αν η δασοπυρόσβεση πρέπει να επιστρέψει στη Δασική Υπηρεσία, ή να δημιουργηθεί νέα διακριτή δομή που να συντονίζει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι η ενεργή και αποτελεσματική δασοπροστασία χρειάζεται υποδομές (συντήρηση δρόμων, δεξαμενές κοκ), χρειάζεται γνώση και χρειάζεται πολύ -πολύ περισσότερο από όσο έχουμε- προσωπικό, με καλή γνώση του πεδίου και κατάλληλα μέσα.
Και πιο πολύ από όλα, χρειάζεται να μην χρειαστεί. Όσο δύσκολο, κάποιες φορές ανέφικτο, είναι να περιορίσεις μια μεγάλη δασική πυρκαγιά, τόσο εύκολο είναι να σβήσεις μια μικροεστία στα πρώτα 20, 30 λεπτά, ακόμα και 1-2 ώρες από την εκδήλωσή της, ανάλογα με τις συνθήκες. Αρκεί να υπάρχει κάποιος που μπορεί να τη δει και να ενημερώσει κάποιον που μπορεί να τη σβήσει. Ή, ακόμα καλύτερα, να ξέρει να τη σβήνει ο ίδιος. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πυρκαγιών ξεσπάνε στα όρια ανάμεσα στο δάσος και τις άλλες χρήσεις (δρόμοι, χωράφια, χωματερές, σπίτια κοκ), σε σημεία δηλαδή σχετικά προσβάσιμα. Η φωτιά που κατέκαψε το δάσος της δυτικής Αττικής, έκαιγε ένα μικρό δέντρο δίπλα στο δρόμο για πολύ ώρα, ενώ διάφοροι περαστικοί προσπαθούσαν ανεπιτυχώς, χωρίς γνώση και μέσα, να τη σβήσουν. Ένας από αυτούς να ήξερε τί να κάνει, πιθανά θα την είχαμε γλιτώσει.
Καθώς λοιπόν, όπως είπαμε, όλο και λιγότεροι άνθρωποι ζουν, εργάζονται, κυκλοφορούν στα δάση, χρειαζόμαστε ένα μεγάλο δίκτυο δασοπυροσβεστών που θα αναλάβουν την επόπτευση. Κατά τη γνώμη μου, τα διάφορα «έξυπνα» μέσα επιτήρησης που προτείνουν διάφοροι, κάμερες, drone κοκ, μπορεί να ακούγονται φάνσι και να εξασφαλίζουν κάποιες χρηματοδοτήσεις, αλλά δεν αντικαθιστούν την ανάγκη για ανθρώπους. Οι κάμερες δεν σβήνουν φωτιές, αν κάποιος δεν είναι εκεί κοντά για να φτάσει εγκαίρως. Ακόμα και με κυρίαρχους οικονομικούς όρους, η επένδυση αυτή είναι μεγάλη, αλλά ασύγκριτα μικρότερη από τις καταστροφές που θα γλιτώσουμε. Ο Πρωθυπουργός μας όμως «κουράστηκε να ακούει ότι όλα τα προβλήματα λύνονται με προσλήψεις».
Η συμμετοχή κατοίκων και εθελοντών/τριων
Ωστόσο, επειδή τόσο προσωπικό που να επιτηρεί τόσο μεγάλες δασικές εκτάσεις δεν θα έχουμε στη διάθεσή μας ούτε στο σοσιαλισμό, η εμπλοκή εθελοντών/τριων και ντόπιων κατοίκων στην πρόληψη, είναι πολύτιμη και αναγκαία. Το ίδιο ισχύει ακόμα και για την πυρόσβεση. Το 90% της δουλειάς κατά τη διάρκεια της δασοπυρόσβεσης (το νούμερο το λέω προφανώς ενδεικτικά) αφορά στοιχειώδεις χωματουργικές εργασίες, κυρίως τσάπισμα, κοπή δέντρων, απομάκρυνση κλαδιών κοκ.
Και πάλι λοιπόν, όσο προσωπικό και να είχαμε (που δεν έχουμε, καθώς όπως είπαμε ο Πρωθυπουργός μας «κουράστηκε»), χρειαζόμαστε τη συνδρομή των κατοίκων και των εθελοντών/τριών, πάντα βέβαια με προφυλάξεις και το σωστό συντονισμό. Η «κουλτούρα εκκένωσης» που προσπάθησε να επιβάλλει η κυβέρνηση, πέρα από πολιτικά επικίνδυνη, ήταν και πρακτικά καταστροφική. Οι ιστορίες από την Εύβοια, όπου ό,τι σώθηκε, σώθηκε χάρη στην ανυπακοή των κατοίκων, ήταν χαρακτηριστικές.
Ο κ. Άστρι, αυτός που με ένα κλαδί στο χέρι προσπαθούσε να σώσει το σπίτι του γείτονά του, δίκαια αναδείχθηκε στην πλέον εμβληματική μορφή του φετινού καλοκαιριού. Πόσο καλύτερα όμως θα ήταν, αν ο κ. Άστρι και ο καθένας κι η καθεμία από εμάς, είχε διδαχθεί πώς ακριβώς μπορεί να σβήνει τη φωτιά με ένα κλαδί; Γιατί αυτό είναι απολύτως εφικτό και χρήσιμο, αρκεί να γίνεται σωστά. Να χτυπάς δηλαδή το χώμα και να προσπαθείς να σκεπάσεις το αντικείμενο που καίγεται και όχι να χτυπάς το ίδιο το αντικείμενο, γιατί τότε απλά κάνεις αέρα στη φωτιά.
Πόσο εύκολο θα ήταν να μας το διδάξει κάποιος αυτό; Να έχει η κάθε κοινότητα, η κάθε ομάδα πολιτών, μια ελάχιστη εκπαίδευση και να ξέρει τί πρέπει να κάνει στα διάφορα ενδεχόμενα της πυρκαγιάς. Αυτό θα ήταν μια πραγματική και χρήσιμη «πολιτική προστασία», όχι σαν τη στρατιωτικοποιημένη, επιδεικτική, αλλά βαθιά αναποτελεσματική «Πολιτική Προστασία» του κ. Χαρδαλιά.
Περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι
Τί κάνουμε λοιπόν, για να πονάμε λιγότερο τα επόμενά μας καλοκαίρια; Πρώτα από όλα, στηρίζουμε τα χωριά και τους ανθρώπους της υπαίθρου για να μείνουν και να εργάζονται εκεί και να προσέχουν τα δάση τους. Στηρίζουμε την εκτατική κτηνοτροφία, την γεωργία, την υλοτομία. Όχι μόνο για κοινωνικούς, αλλά και για περιβαλλοντικούς λόγους.
Δεύτερο, πιέζουμε σε κάθε επίπεδο, από την κυβέρνηση ως τις τοπικές κοινότητες, για περισσότερα μέτρα πρόληψης και δασοπροστασίας. Όχι -τόσο- για αεροπλάνα, αλλά για ανθρώπους. Δηλαδή για προσλήψεις. Τρίτο, οργανώνουμε, με σύνεση και πρόγραμμα, την κοινωνική συμμετοχή στην επόπτευση και την πυρόσβεση. Στήνουμε κι εκπαιδεύουμε εθελοντικές ομάδες δασοπροστασίας.
Και τελευταίο, για να κλείσουμε όπως υποσχεθήκαμε, αγωνιζόμαστε ενάντια στην κλιματική κρίση. Είναι υποκρισία να κλαίμε για τα καμένα δάση και την ίδια στιγμή να χτίζουμε το Ελληνικό στην Αθήνα, ή τη ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη, να γεμίζουμε τις πόλεις μας με ακόμα περισσότερο ΙΧ, να υποβαθμίζουμε τις δημόσιες συγκοινωνίες.
Λέμε πολλές φορές ότι η κλιματική κρίση είναι η μάχη της γενιάς μας. Και είναι έτσι. Ακόμα κι εδώ όμως, θέλει μέτρο και λογική. Η οικολογία πολλές φορές έχει φωνάξει ότι «έρχεται το τέλος του κόσμου» για αυτό και πρέπει να παραμερίσουμε κάθε άλλο ζήτημα μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή. Αυτή η καταστροφολογία δεν βοηθά ποτέ ούτε τη σκέψη, ούτε την ανάληψη δράσης. Πρέπει να σταματήσουμε την κλιματική κρίση, αλλά όχι με κάθε κόστος -αν αυτό το κόστος είναι να το πληρώσουν οι φτωχοί- και όχι με κάθε τρόπο -αν αυτός ο τρόπος σημαίνει άλλες περιβαλλοντικές και κοινωνικές καταστροφές, όπως για παράδειγμα αυτές που επιφέρει η άναρχη, δηλαδή η νεοφιλελεύθερη, ανάπτυξη των ΑΠΕ. Είπαμε, το πεδίο της οικολογίας δεν προσφέρεται για εύκολες λύσεις.
*Ο Νίκος Νικήσιανης γεννήθηκε στην Καβάλα και σπούδασε Βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι διδάκτορας Βιολογίας, με ιδιαίτερο αντικείμενο την ιστορία της Οικολογίας και τις επιρροές της κυρίαρχης ιδεολογίας πάνω στις επιστημονικές διαδικασίες. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει συγγράψει βιβλία για την πολιτική οικολογία.