5. Απριλίου 2021

100 Χρόνια Bauhaus – Μια συζήτηση με τον Λουκά Μπαρτατίλα

By Editorial Team

Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την εμφάνιση του Bauhaus στη Βαϊμάρη, το Ινστιτούτο Γκαιτε Αθηνών διοργάνωσε, με την υποστήριξη του Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας και σε συνεργασία με τα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη και το Ωδείο Αθηνών, την έκθεση «Από το κτήριο στην κοινότητα: ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και το Bauhaus». Η έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Ωδείο Αθηνών και διήρκεσε από τις 10 Οκτωβρίου ως τις 7 Νοεμβρίου 2019 . Ήταν ένα αφιέρωμα στον Ιωάννη Δεσποτόπουλο, τον μοναδικό Έλληνα αρχιτέκτονα που γνώρισε από κοντά τις αρχές της Σχολής του Bauhaus.

Ο Εξάντας συνάντησε στο Βερολίνο τον εμπνευστή και επιμελητή της έκθεσης, Λουκά Μπαρτατίλα* και σας παρουσιάζει την συζήτηση που ακολούθησε. Τη συνέντευξη επιμελήθηκε ο Γιώργος Λάιος

Για τη σημερινή μας συνάντηση ευθύνεται φυσικά το Bauhaus («B»). Τι συνέβη πριν 100 χρόνια μ’ αυτό το κίνημα;

Βλέπω καταρχάς ότι χρησιμοποιήσατε τη λέξη «κίνημα». Παρότι έτσι έχει επικρατήσει, το Bauhaus στην πραγματικότητα  δεν υπήρξε τόσο ένα κίνημDα, όσο κυρίως μια σχολή. Λειτούργησε για 14 χρόνια, από το 1919 μέχρι το 1933, σε όλη δηλαδή την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το «B», επίσης, σε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του δεν κράτησε μια συγκεκριμένη φυσιογνωμία, είναι, επομένως, μια σχολή η οποία αντικατοπτρίζει και αναφέρεται σε πάρα πολλά και διαφορετικά πράγματα, εξ’ ου και η αποφυγή του χαρακτηρισμού από μέρους μου του «Β» ως ένα κίνημα. Ο Δεσποτόπουλος, στον οποίο εστίασε και η έκθεση, προσέθεσε μία ακόμα πτυχή του «B», καθώς το περιέγραφε ως αποτέλεσμα των πολιτικοκοινωνικών κι οικονομικών εξελίξεων στη Γερμανία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πάντα σε συνάρτηση με τις ιδεολογικές αρχές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για την ιστορία;

Η σχολή ιδρύθηκε το 1919 στη Βαϊμάρη από τον Walter Gropius. Αργότερα πέρασαν από αυτή διάφοροι μεγάλοι Δάσκαλοι, όπως ο Wassily Kandinsky, o Paul Klee, ο Itten, o Moholy-Nagy και άλλοι. Χαρακτηριστικό της, αρχικά, ήταν η προσπάθεια σύζευξης της Τέχνης με την τεχνική. Δηλαδή υπήρχαν τα εργαστήρια, όπου μπορούσε ο κάθε σπουδαστής να μάθει πως φτιάχνεται μια καρέκλα ή ένα τραπέζι και ταυτόχρονα υπήρχαν τα υπόλοιπα μαθήματα, όπου οι γλύπτες και ζωγράφοι Δάσκαλοι μεριμνούσαν για την καλλιέργεια της αισθητικής διάστασης ενός αντικειμένου. Ο σκοπός ήταν να πάψει η διάκριση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον κατασκευαστή, ώστε οι δυο αυτές πλευρές να έρθουν σε μια ενότητα. Η φιλοσοφία της Σχολής,  θέλησε, έτσι από τη μια, να ενσωματώσει όλη η γνώση της βιομηχανικής επανάστασης, προς έναν περισσότερο κοινωνικό σκοπό, και από την άλλη, λόγω της φρίκης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου που προηγήθηκε, πρέσβευε την ιδέα της δημιουργίας ενός νέου, διαφορετικού κόσμου όπου η κατοίκηση και τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, που η Σχολή θα παρήγαγε, δεν θα είχαν μόνο έναν πρακτικό ρόλο, αλλά θα αντανακλούσαν τον τρόπο ζωής στη νέα κοινωνία που η Σχολή οραματίζονταν.

Η σχολή δεν παρέμεινε ωστόσο στη Βαϊμάρη..

Πράγματι. λειτούργησε στη Βαϊμάρη μέχρι την άνοδο του ναζιστικού κόμματος στην κυβέρνηση της Θουριγγίας το 1925. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Dessau, μια μικρή βιομηχανική πόλη, που δίπλα της υπήρχε ένα μεγάλο εργοστάσιο όπου θα μπορούσε να λάβει χώρα το όραμα του Bauhaus για τη μαζική παραγωγή των παραγόμενων αντικειμένων. Το 1926 εγκαινιάστηκε εκεί το γνωστό κτήριο του «B», που όλοι θαυμάζουμε και είναι μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Το 1928 ο Gropius αποχώρησε από τη Σχολή και παρέδωσε τη θέση του στον Ελβετό Hannes Meyer, ο οποίος ήταν ακόμη πιο ριζοσπαστικός και ιδεολογικοποίησε περαιτέρω το «B». Μετέθεσε το επίκεντρο από το ρητό του  Gropius για «Τέχνη και τεχνική: μια νέα ενότητα», στην «προτεραιότητα στις ανάγκες του λαού κι όχι στις ανάγκες της πολυτέλειας», όπως ο ίδιος έλεγε. Παραιτήθηκε το 1930, λόγω πολιτικών διαφορών και τον διαδέχτηκε ο Ludwig Mies van der Rohe, ως περισσότερο «ουδέτερος» πολιτικά, στρέφοντας τη διδασκαλία του «B» στο σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική. Εν τέλει, αφού μεταφέρθηκε για λίγο στο Βερολίνο, το «B» έκλεισε οριστικά λίγο μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία, το 1933.

Ο τίτλος της έκθεσης «Από το κτίριο στην κοινότητα» μαζί με ό,τι περιγράψατε ως στροφή από τη μηχανικοποίηση της κατασκευής στις κοινωνικές ανάγκες, δεν κάνει το «B» μια απάντηση στην βιομηχανική εποχή;

Όχι ακριβώς, το «Β» δεν αποτελεί μόνο απάντηση στην βιομηχανική εποχή. Ο Gropius βέβαια δούλεψε προπολεμικά στο γραφείο του αρχιτέκτονα Peter Behrens, ο οποίος έφτιαξε το γνωστό κτίριο της AEG στο Moabit του Βερολίνου και είναι ο πρώτος ο οποίος σχεδιάζει από το λογότυπο της εταιρίας μέχρι το κτίριο. Έτσι ο Behrens εισφέρει κατά κάποιο τρόπο στην αρχιτεκτονική την ιδέα του Gesamtkunstwerk (ολικό έργο τεχνης), κάτι που έκανε επίσης κι ο προκάτοχος του Gropius στη Σχολή Καλών κι Εφαρμοσμένων Τεχνών στη Βαϊμάρη, Henry van de Velde. Η επίδραση λοιπόν της βιομηχανικής επανάστασης στο σχεδιασμό προς μια νέα κατεύθυνση είναι μέσα στο πνεύμα της προ του 1914 εποχής, που ο Gropius, με τη δουλειά του στο γραφείο του Βehrens και τη συμμετοχή του στη Deutsche Werkbund γνωρίζει από πρώτο χέρι. Βλέπει έτσι την καλή πλευρά της τεχνολογικής εξέλιξης. Στον πόλεμο που ακολουθεί, ωστόσο, βρίσκεται στο μέτωπο όπου βιώνει την μοχθηρή πλευρά της τεχνολογικής προόδου, πράγμα που τον επηρεάζει βαθιά στη στροφή του προς τα κοινωνικά ζητήματα. Ένα από τα ερωτήματα που του δημιουργήθηκαν σ’ αυτή την περίοδο ήταν το πώς θα μπορέσει κανείς να αξιοποιήσει την τεχνολογία προς όφελος της κοινωνίας. Αυτή την ιδέα, ότι το Bauhaus είναι «παιδί» του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το οποίο προσπάθησε να απαντήσει στις κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μέσα από την αρχιτεκτονική, υποστηρίζει κι ο Δεσποτόπουλος. Έλεγε πως όσες σχολές προσπάθησαν να μιμηθούν στη συνέχεια το Bauhaus μονάχα σε επίπεδο σχεδιαστικό εν τέλει απέτυχαν γιατί τους έλειπε το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο των συνθηκών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της μεταπολεμικής Γερμανίας. Αν λοιπόν, αφαιρέσει κανείς την πολιτική διάσταση στην ερμηνεία του «Β» και το δει απλά ως Σχολή σχεδιασμού αντικειμένων, τότε δεν μπορεί να κατανοήσει βαθιά «B».

Άρα δεν μπορούμε, βλέποντας ένα έτοιμο κτίριο, να πούμε ότι αυτό το κτίριο ανήκει στο «B»;

Νομίζω πως όχι, δε μπορούμε να το πούμε τόσο εύκολα. Αυτό μάλλον, το να βλέπουμε ένα κτίριο και να λέμε είναι «Β» έχει προκύψει εκ των υστέρων. Κατά την ναζιστική περίοδο πολλοί απόφοιτοι του «B»  διέφυγαν σε άλλες χώρες, συνεχίζοντας εκεί το έργο τους και διαδίδοντας φυσικά κάποιες από τις αρχές της σχολής. Φεύγοντας, όμως, από το γερμανικό πλαίσιο της τότε περιόδου και με το άνοιγμα στον κόσμο αρχίζει να διαμορφώνεται πράγματι ένα ρεύμα, το κίνημα που λέγαμε πριν. Αλλά το Bauhaus, στην πατρίδα του την περίοδο της σχολής, δεν είχε τέτοια χαρακτηριστικά. Με εξαίρεση μερικά κτίρια που χτίστηκαν την περίοδο εκείνη από Δασκάλους της Σχολής κι ένα κτίριο για την έκθεση της Βαϊμάρης το 1923 (το Haus am Horn) το «Β» δεν κατασκεύασε κτίρια ενώ μαθήματα αρχιτεκτονικής άρχισαν να διδάσκονται στα τελευταία χρόνια λειτουργίας της σχολής, κυρίως με τον Mies van der Rohe. Οπότε εδώ συμφωνώ περισσότερο με την άποψη που λέει ότι η «ταύτιση» του Bauhaus με την αρχιτεκτονική και μάλιστα μέσα από ένα συγκεκριμένο «στυλ» προέκυψε εκ των υστέρων, δηλαδή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αλλά μπορούμε να πούμε ότι έχει επιρροές;

Σαφώς επηρέασε, αλλά για να δούμε τι ακριβώς επηρέασε, νομίζω πρέπει πρώτα από όλα να ορίσουμε τί είναι το «Β». Το «Β», όπως είπαμε και πριν, δεν είναι όμως ένα πράγμα, αλλά πολλά. Άλλα δύσκολα θα μπορούσε να οριστεί αυτό εκ τω προτέρων. Ο Δεσποτόπουλος λέει ότι το Bauhaus είναι μία διαδικασία κατανόησης κι αντίληψης της πραγματικότητας κι ένας τρόπος να μάθει κανείς να ανταποκρίνεται σ’ αυτή. Εστιάζει έτσι στη διαδικασία κι όχι στο τελικό αντικείμενο. Άρα μιλάμε και για μια διαδικασία νοητική που οδηγεί κάποιον να βλέπει και να κατανοεί την πραγματικότητα. Είναι κι αυτό μία «άυλη» επιρρόη του «B», θα μπορούσαμε να πούμε, εξίσου όμως σημαντική.

Ο ίδιος ο Gropius έλεγε στο μανιφέστο ότι ο σκοπός του χτισίματος είναι το κτίριο. Πως συμβιβάζεται η αντίληψη του Δεσποτόπουλου μ’ αυτή την αρχή;

Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο στο μανιφέστο του «B» που λέει πως σκοπός είναι πράγματι το κτίριο, όμως στο πρόγραμμα της σχολής δεν υπήρχε λόγου χάρη μάθημα κτιριολογίας. Οι περισσότερες εργασίες εξαμήνων, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια, ήταν για έργα που είχε αναλάβει ο Gropius με το αρχιτεκτονικό του γραφείο, ως ιδιώτης. Τμήματα αυτών των έργων έφερνε ο Gropius στη Σχολή και οι φοιτητές σχεδίαζαν μέρη τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οικία Sommerfeld στο Βερολίνο. Πρόκειται για ένα σπίτι ξύλινο, εξπρεσιονιστικό, όπου τα περισσότερα αντικείμενα και μέρη του σπιτιού σχεδιάστηκαν από τους φοιτητές της Σχολής.

Άρα το «B» προσπαθεί να εμπλέξει περισσότερες τέχνες σε ένα κτίριο, μπορούμε να δούμε αυτά τα στοιχεία σε ένα κτίριο;

Ναι, αλλά είναι σημαντικό να πούμε ότι το Bauhaus προχωρά σε μια ρήξη με το παρελθόν εισάγοντας την αντίληψη του κτιρίου ως συνόλου. Ωστόσο η φιλοσοφία του «Β» δεν είναι μόνο το ίδιο το κτίριο ως κατασκεύασμα, αλλά η ίδια η φιλοσοφία κατοίκησης. Ανταποκρίνεται σε ένα ολιστικό μοντέλο που αφορά από τις σκάλες και τα κουτάλια, την εισαγωγή της «τεχνολογίας» σε σημεία του χώρου (πχ τα μηχανικά ανοιγόμενα παράθυρα στο κτίριο του Ντέσσαου) μέχρι τον τρόπο ζωής των κατοίκων της. Και βέβαια δεν στέκεται μόνο στο κτίριο αλλά αφορά και στο θέατρο, στις γραφικές τέχνες ακόμα και στις κοινωνικές σχέσεις κι επαφές. Κι αυτό είναι το καινούριο που φέρνει το Bauhaus.

Το Bauhaus προσπαθεί δηλαδή να φέρει αυτή τη ρήξη ή απλά διαβάζει τις ανάγκες του κόσμου και προσπαθεί να τις απαντήσει;

Καλή ερώτηση. Ίσως συμβαίνουν και τα δύο, να ξεκινά δηλαδή με κάποιες νέες ιδέες και στη συνέχεια να ενσωματώνει και κάποια πράγματα που προέρχονταν από την τρέχουσα πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, αυτά που εισφέρει ήταν για την εποχή αρκετά ρηξικέλευθα. Για παράδειγμα, ο Johannes Itten, ο οποίος είχε αναλάβει στη Βαϊμάρη το λεγόμενο „προπαρασκευαστικό μάθημα“ προσπάθησε να εισφέρει αυτή την τάση για καινοτομία από το πρώτο εξάμηνο στους φοιτητές του λέγοντάς τους (πάνω κάτω) πώς έρχονται στο «Β» αφήνοντας απ’έξω όσα ξέρουν και εκεί θα τα μάθουν όλα από την αρχή. Μέσα σ’ αυτό το πρόγραμμα περιέχονταν μεταξύ άλλων βόλτες στο πάρκο όπου γίνονταν μαθήματα αναπνοής, διαλογισμός ενώ είχε εγκαθιδρύσει τη χορτοφαγία. Ένα άλλο σημαντικό θέμα και αντικείμενο συζήτησης μέχρι και σήμερα ήταν η θέση και ο ρόλος των γυναικών στη Σχολή.

Πως έρχεται το «B» στην Ελλάδα;

Το Bauhaus έρχεται αρχικά στην Ελλάδα όπως πολλές άλλες ιδέες της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, μέσα από τα διεθνή περιοδικά αρχιτεκτονικής. Όμως αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, στον κύκλο των αρχιτεκτόνων της εποχής του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα, τουλάχιστον με βάση τα όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, η επίδραση της «γαλλικής σχολής» του μοντερνισμού και κυρίως του Λε Κορμπυζιέ ήταν σαφώς μεγαλύτερη από το «Β». Τολμώ να πω ότι ίσως τη δεκαετία του 1930 το «Β» στην Ελλάδα ήταν σχετικά άγνωστο με κάποιες –φυσικά- εξαιρέσεις.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι έρχεται στην Ελλάδα με τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλο, τουλάχιστον με το πνεύμα που ανέφερα προηγουμένως. Ο Δεσποτόπουλος είχε ζήσει για λίγο στη Βαϊμάρη μεταξύ του 1922 και 1923. Δεν γνωρίζουμε, προς το παρόν, αν ήταν εγγεγραμμένος φοιτητής στη Σχολή ή αν απλά όντας στα 19 του χρόνια τότε και μαθαίνοντας γερμανικά στη Βαϊμάρη, ήρθε σε επαφή με τον κύκλο του «Β» εκεί. Εν τέλει αυτό θεωρώ πώς είναι και κάπως ασήμαντο. Αντίθετα, ήρθε σε επαφή με τις ιδέες, τους ανθρώπους της σχολής συνέχισε με αρχιτεκτονικές σπουδές στο Αννόβερο και αργότερα μετακόμισε για λίγο στο Βερολίνο. Σε όλη αυτή την περίοδο και μέσα από τη ζωή σε τρεις διαφορετικές πόλεις, ήρθε σε επαφή με τα έργα και την κουλτούρα της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, γνώρισε δηλαδή τον αντίκτυπο μιας ιδεολογικοπολιτικής διάστασης της αρχιτεκτονικής στην διαμόρφωση μιας πόλης και κατανόησε το έργο στο «Β» μέσα από αυτό το πλαίσιο. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια, το σημαντικό δεν είναι το ότι ήταν ο μόνος Έλληνας που πήγε στη «Β» αλλά το ότι μπόρεσε να κατανοησει το «B» με έναν ξεχωριστό τρόπο μέσα στο πλαίσιο της ζωής στη Γερμανία του Μεσοπολέμου. Όλο αυτό τον καθόρισε με έναν τρόπο ιδιαίτερο και να εστιάσει στην ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής. Θα λέγαμε ότι εδώ βρίσκεται η βάση του έργου του.

Ο Δεσποτόπουλος φεύγει δηλαδή το ‘30 για την Ελλάδα…

Φεύγει το ‘30 γιατί υπάρχει το Πρόγραμμα των Σχολικών Κτιρίων που επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου και υπουργίας Παπανδρέου (στο Παιδείας) υπάρχει ανάγκη, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη δημογραφική έκρηξη που αυτή επιφέρει, για την ανέγερση 3.000 καινούριων σχολικών κτιρίων σε όλη την επικράτεια. Είναι το πρόγραμμα που όλοι οι τελειόφοιτοι αρχιτέκτονες της γενιάς του Δεσποτόπουλου εμπλέκονται και θα λέγαμε βρίσκουν αμέσως δουλειά. Ο ίδιος προσκαλείται να συμμετάσχει σ’ αυτό όμως και πάλι δεν ακολουθεί την πεπατημένη των περισσοτέρων συναδέλφων που χτίζουν το ένα κτίριο μετά το άλλο. Ο ίδιος χτίζει ένα μόνο κτίριο κι αυτό ημιτελές, συγκεκριμένα το σημερινό 56ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών στην Ακαδημία Πλάτωνος. Αλλά αρχίζει να παράγει την ίδια εποχή, επίσης, κείμενα, με την επίδραση της Γερμανίας να είναι ακόμη νωπή μέσα του. Το 1933 δημοσιεύει το πρώτο του μεγάλο κείμενο με τίτλο «Πολεοδομική», κάνοντας ένα statement ουσιαστικά για τον τρόπο που βλέπει την αρχιτεκτονική. Επίσης εμπλέκεται στο σημαντικό συνέδριο του CIAM (Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής – κάτι σαν think tank της αφρόκρεμας των μοντέρνων αρχιτεκτόνων της εποχής) το 1933 στην Αθήνα και παράλληλα χτίζει νοσοκομεία, όπως το «Σωτηρία» στην Αθήνα κι άλλα δυο, ένα στην Τρίπολη κι ένα στη Θεσσαλονίκη. Κινείται εσκεμμένα λοιπόν σε έργα με δημόσιο χαρακτήρα κι όχι ιδιωτικό.

Αυτές είναι και οι αρχές του «B» εξάλλου…

Θα έλεγα ότι αυτός είναι ο τρόπος που ο Δεσποτόπουλος είδε το «B». Ότι, όπως και στην μεταπολεμική Γερμανία που ο ίδιος έζησε, υπάρχουν και στην Ελλάδα εκείνης της εποχής κοινωνικές ανάγκες για κρατικές υποδομές, σαφώς για άλλες συνθήκες και άλλους λόγους.

Ο ίδιος όμως διδάσκει;

Στην αρχή όχι, το 1941, εν μέσω κατοχής, εκλέγεται καθηγητής στο Ε.Μ.Π.  Εδώ έχει ένα ενδιαφέρον, το ότι ως καθηγητής διδάσκει για κτίρια, όπως τα λέει ο ίδιος, «πνευματικών και κοινωνικών λειτουργιών». Μιλά λοιπόν για μουσεία, βιβλιοθήκες, κινηματογράφους, θέατρα κλπ, κτίρια δηλαδή που έχουν αυτό τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα αποτελούν χώρο συνύπαρξης και συνάθροισης των κατοίκων.

Πως λειτουργεί αυτό μέσα στην Κατοχή;

Η Αθήνα τότε δεν ήταν η πόλη που ήταν σήμερα, αλλά πολύ μικρότερη. Και η αναφορά του είναι ακριβώς αυτή, οι μικρότερες πόλεις και οι οικισμοί. Το θέατρο, η βιβλιοθήκη ή το μουσείο μιας μικρής πόλης αποτελούν έναν πυρήνα. Το ζητούμενο, φαντάζομαι, στην περίοδο της Κατοχής δεν ήταν το να κατασκευάσει κανείς κάτι τέτοιο, αλλά ο Δεσποτόπουλος πραγματεύονταν, ας το πούμε έτσι, την φιλοσοφική διάσταση του νοήματος τέτοιων κτιρίων για μια πόλη, και ίσως οραματίζονταν μια νέα κοινωνία που θα προέκυπτε μετά την Κατοχή κι εργάζονταν γι’ αυτό αν και τα πράγματα ήρθαν μετέπειτα αλλιώς. Αν το δούμε, επομένως, από το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, οι χώροι πολιτιστικών και κοινωνικών χρήσεων, θεωρεί ο Δεσποτόπουλος πως θα λειτουργούν εν δυνάμει ως τα νέα κέντρα αυτών των κοινωνιών.

Πότε συμβαίνει αυτό; – Μήπως καλύτερα η ερώτηση να είναι «τι συμβαίνει από εκεί και πέρα;»

Λόγω της εμφυλιοπολεμικής πολιτικής κατάστασης παύεται από τη θέση του στο ΕΜΠ το 1946. Φεύγει το 1947 για τη Σουηδία, όπου προσκαλείται από ανθρώπους που είχε γνωρίσει κατά την παραμονή του στη Γερμανία. Η Σουηδία ήταν, επίσης, ένας τόπος όπου έβρισκαν καταφύγιο αρκετοί γερμανοί διανοούμενοι την περίοδο του ναζισμού και εδώ φαίνονται ξανά οι γερμανικές επιρροές σε αυτόν. Ο Δεσποτόπουλος συμμετέχει στο μεταπολεμικό πρόγραμμα οικοδόμησης της Σουηδίας μέσα από τη δημιουργία Πνευματικών Κέντρων. Ό,τι λοιπόν δίδασκε τα προηγούμενα χρόνια στο ΕΜΠ, μπορεί τώρα να το εφαρμόσει και να δει πως λειτουργούν αυτά τα κτίρια στην πράξη. Το 1959 κερδίζει τον διαγωνισμό για την ανοικοδόμηση του Πνευματικού Κέντρου της Αθήνας, παίρνει πάλι την θέση του στο Πανεπιστήμιο και επιστρέφει, έτσι, στην Ελλάδα. Συνεχίζει να διδάσκει στο Πολυτεχνείο μέχρι την συνταξιοδότησή του το 1968 ενώ η διεθνής του αναγνωριση ολοκληρώνεται με την εκλογή του το 1964 ως μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου. Παράλληλα ξεκινάει να σχεδιάζει την υλοποίηση του Πνευματικού Κέντρου. Το πρότζεκτ αυτό όμως αντιμετώπισε πάρα πολλές αντιδράσεις από συναδέλφους και την κοινωνία της εποχής. Ως αποτέλεσμα αυτών, το μόνο από τα κτίρια που χτίστηκε είναι το Ωδείο Αθηνών το οποίο όμως δυστυχώς παραμένει σε κάποια σημεία του ανολοκλήρωτο μέχρι και σήμερα.

Για τί αντιδράσεις επρόκειτο;

Η βασικότερη ήταν ότι στο οικόπεδο που θα χτιζόταν το Πνευματικό Κέντρο υπήρχαν μία σειρά από παλιότερα κτίρια όπως το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Στην αρχή λοιπόν ο ίδιος πρότεινε την μετακίνηση του κτιρίου με ειδικά μέσα σε ένα άλλο σημείο του οικοπέδου. Εν τέλει πρότεινε την κατεδάφισή του. Καθώς όμως ήταν η εποχή που ήδη είχαν αρχίσει να γκρεμίζονται τα νεοκλασικά κτίρια των Αθηνών λόγω της ανοικοδόμησης και των πολυκατοικιών ο κόσμος άρχισε να συνειδητοποιεί ότι για να χτιστεί η καινούρια Αθήνα αρχίζει να κατεδαφίζεται η παλιά με αποτέλεσμα να τίθενται ζητήματα πολιτιστικής ταυτότητας και μνήμης. Οπότε η πρόταση να γκρεμιστεί το Βυζαντινό Μουσείο, που είναι ένα από τα πρώτα κτίρια της Οθωνικής Αθήνας, συνάντησε πάρα πολλές αντιδράσεις.

Η έκθεση στο Ωδείο Αθηνών με τί ασχολήθηκε;

Η ιδέα ήταν να γίνει μια εκδήλωση-αφιέρωμα στα 100 χρόνια του Bauhaus που θα εστιάζει στον Δεσποτόπουλο και κυρίως στο πιο αντιπροσωπευτικό του έργο, το κτίριο του Ωδείου. Να λειτουργούσε δηλαδή και το ίδιο το κτίριο ως μέρος της έκθεσης και παράλληλα να εξεταστεί μέσα από αυτό μία πτυχή των σχέσεων μεταξύ του «Β» και της Ελλάδας. Επρόκειτο επί της ουσίας για μια πρώτη προσπάθεια παρουσίασης και γνωριμίας του Δεσποτόπουλου με το ευρύτερο ελληνικό κοινό. Καθώς ο Δεσποτόπουλος δεν είναι ένας από τους αναγνωρίσιμους και προβεβλημένους Έλληνες αρχιτέκτονες, λίγοι γνωρίζουν το σύνολο του έργου του και η έκθεση ήταν η ευκαιρία να διευρυνθεί αυτό το κοινό. Παρουσιάστηκαν λοιπόν κάποια βασικά στοιχεία της ζωής και της δουλειάς του μέσα από ανατυπώσεις και παρουσιάσεις πρωτότυπου αρχειακού υλικού από αρχιτεκτονικά σχέδια, σκίτσα, ζωγραφικά έργα και κείμενα του ιδίου. Ο σχεδιασμός και τα γραφικά έγιναν από τους MNP Design. Οργανώθηκε επιπλέον ένα παράλληλο πρόγραμμα εκδηλώσεων με παρουσιάσεις και ομιλίες γύρω από το Bauhaus και την εξέλιξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στης Ελλάδα, υπήρχαν επίσης εκπαιδευτικές δραστηριότητες για παιδιά, ενώ πραγματοποιήθηκε μία συναυλία του Ωδείου με μουσική της εποχής του «Β» καθώς και συχνές ξεναγήσεις για το κοινό. Παρουσιάστηκε επίσης μια εφαρμογή εικονικής πραγματικότητας, από τους CADU Architects, όπου οι επισκέπτες μπορούσαν μέσα από αυτήν να περιηγηθούν στο Πνευματικό Κέντρο όπως το είχε σχεδιάσει ο Δεσποτόπουλος. Τέλος, κάτι το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό ως κάτι χειροπιαστό που αφήνει η έκθεση, είναι το βιβλίο «Τρία κείμενα για το Bauhaus»,  που εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Γκαίτε και το Μουσείο Μπενάκη. Σε αυτό παρουσιάζονται τα τρία κείμενα που έγραψε ο Δεσποτόπουλος για το «Β», το μεγαλύτερο μέρος του οπτικού υλικού που παρουσιάστηκε στην έκθεση καθώς και μια εισαγωγή δική μου γύρω από το έργο του Δεσποτόπουλου και της σχέσης „Β“ και Ελλάδας.

Ο συνδιασμός όλων των παραπάνω εκδηλώσεων μαζί με την έκθεση δείχνει το μέγεθος της παραγωγής και ευτυχώς ο κόσμος ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω σε όσα προγραμματίσαμε.

Πως ήταν η προσέλευση του κόσμου;

Υπήρχε μια τεράστια ανταπόκριση που για να είμαι ειλικρινής δεν την περιμέναμε στην αρχή και μάλιστα μια εντυπωσιακά ευρεία γκάμα επισκεπτών, από φοιτητές των δημιουργικών και κοινωνικών επιστημών, σπουδαστές κι εργαζόμενους του Ωδείου που γνώρισαν μια άλλη πτυχή του κτιριου που ζουν καθημερινά, ανθρώπους που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν κρυμμένα σημεία της πόλης έως παλιούς μαθητές του Δεσποτόπουλου που είχαν κάτι να διηγηθούν από την επαφή τους μαζί του, αλλά και εκείνους που είτε απλά ήθελαν να επισκεφτούν το κτίριο ή έχουν ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική και την Αθήνα. Υπάρχει δηλαδή ένα μεγάλο δυναμικό κοινό στην Αθήνα που ασχολείται με την πόλη και την μοντέρνα ιστορία της και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πιο ελπιδοφόρο.

Σας ευχαριστώ πολύ!
Σας ευχαριστώ πολύ κι εγώ για τη συζήτηση!

Μετάφραση τα ελληνικά: Ulf-Dieter Klemm

 

*O Λουκάς Μπαρτατίλα σπούδασε αρχιτεκτονική στο Βόλο και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές γύρω από την «Τέχνη στο Δημόσιο Χώρο και τις νέες Καλλιτεχνικές Στρατηγικές» στο Bauhaus-Universität Weimar. Αυτή τη στιγμή εκπονεί το διδακτορικό του στο Τμήμα Θεωρίας-Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Bauhaus-Universität Weimar, με την υποστήριξη του  “Bauhausstipendium” του ιδίου Πανεπιστημίου, το οποίο έχει ως θέμα τη διεθνή διάσταση του Bauhaus, εστιάζοντας στην πρόσληψή του στην Ελλάδα μέσω του Ιωάννη Δεσποτόπουλου. Ζει στο Βερολίνο από το 2010.