Ελληνικά: «Η θεμέλιος γλώσσα της Ευρώπης»
Παρατηρήσεις στο μεταφραστικό έργο του Γκιούντερ Ντιτς (1930-2017)
Της Andrea Schellinger
Το γεγονός ότι Οδυσσέας Ελύτης πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979, προκάλεσε σχετική έκπληξη στη διεθνή λογοτεχνική σκηνή. Στο εξωτερικό το όνομά του ήταν γνωστό μόνο σε ελληνιστές και σε ελληνοδιφικούς κύκλους, ενώ το μεγάλο έργο του «Το Άξιον Εστί», που εξυψώθηκε από τους συμπατριώτες του σε μανιφέστο της μοντέρνας ταυτότητας, ήταν σχεδόν άγνωστο (πρώτη αγγλική μετάφραση το 1974). Με μια εξαίρεση: ο Γκιούντερ Ντιτς είχε ήδη, μια δεκαετία νωρίτερα κυκλοφορήσει μια μετάφρασή του στη Γερμανία· η δίγλωσση έκδοση είχε κάνει την εμφάνισή της το 1969 στις αναγνωρισμένες εκδόσεις Claassen (σήμερα τμήμα του εκδοτικού ομίλου Ullstein). Της διεθνούς επιβράβευσης ακολούθησε, ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, μια έκδοση τσέπης στον εκδοτικό οίκο Fischer ενώ το 2001 οι βερολινέζικες εκδόσεις Elfenbein εξέδωσαν μια νέα επεξεργασμένη από τον ίδιο το μεταφραστή εκδοχή, η οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην 4η της έκδοση.
Ο Γκιούντερ Ντιτς έβγαζε τα προς το ζην ως καθηγητής γυμνασίου για αρχαίες γλώσσες και γερμανικά. Γεννημένος το 1930 στην Καρλσρούη, σπούδασε στο Φράιμπουργκ και ανακηρύχτηκε διδάκτορας με τη διατριβή του για τις Επιστολές του Σαλλούστιου στον Καίσαρα. Το 1958 εξέδωσε για πρώτη φορά ποιητική του συλλογή (Κόκκινο και μαύρο στη νύχτα. Ποιήματα 1955-1958). Αυτή η πρώιμη ποίηση (αγκομαχώντα ερείπια- λυγμοί στο κελάρι) αποτελεί τη μαρτυρία όσων βίωσε τις νύχτες των βομβαρδισμών στη γεννέτειρά του – ως παιδί και έφηβος. Το γεγονός ότι οι σχέσεις υπό τις οποίες και στις οποίες ζούν οι άνθρωποι είναι πάντοτε εν δυνάμει εύθραυστες, μετουσιώθηκε εδώ σε καθοριστική εμπειρία ζωής. Σ’ αυτή τη θέση ο Ντιτς αντιπρότεινε το «μύθο του ανθρώπου», τον «έπαινο του φωτός» που «γνώρισε τελευταία στα ποιήματα του Ελύτη».
Από την διπλή συνύπαρξη του κλασικού φιλολόγου και του λογοτέχνη προέκυψε, μέσω μιας βιογραφικής σύμπτωσης, ένα τρίτο πεδίο δράσης. Το 1958, ως καθηγητής της γερμανικής σχολής των Αθηνών, όπου κλήθηκε από τον Χέλμουτ Φλούμε, τον πρώτο διευθυντή μετά την επιτυχή επαναλειτουργία της το 1956, ξεκίνησε τις μεταφράσεις από τα ελληνικά. Στην «χώρα του νότου» (αυτός ήταν ο τίτλος ενός ποιητικού κύκλου που προέκυψε από το 1956 εώς το 1970 και εκδόθηκε το 2005), συναντήθηκε με τον φυσικό χώρο και την σύγχρονη εκδοχή μιας πνευματικής παράδοσης, με την οποία με εγγενή διάθεση, κλίση και σπουδή ένιωθε δεμένος. Η τυπική για εκείνον, απροκατάληπτη ανοικτότητα και η φιλική προς τον άνθρωπο περιέργεια, στην οποία κάθε ναρκισσιστικό χαρακτηριστικό ήταν ξένο, διάνοιγε την πρόσβαση στην αθηναϊκή πραγματικότητα και τον παραγωγικό της μιμητισμό. Κατά τα χρόνια παραμονής του στην Ελλάδα και την Αθήνα (1958-1964) ο Ντιτς ήρθε γρήγορα σε επαφή με την μοντέρνα ελληνική λογοτεχνία και τους εκπροσώπους της. Συνάντησε το «φως» και τον «έπαινο» αυτού στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη και γνώρισε πια την ελληνική γλώσσα, η οποία – όπως πάντοτε τόνιζε: μοναδική στην Ευρώπη- μιλιέται και γράφεται ακόμη στη σημερινή της μορφή για περισσότερα από 3000 χρόνια. Σ’ αυτή τη «χώρα του νότου» του συνέβη ένα είδος «κάθαρσης», η οποία λειτούργησε ευεργετικά στα τραύματα του παρελθόντος. Οι έντονες συζητήσεις με τον Ελύτη έβαλαν σε κίνηση έναν διάλογο, που επέδρασε στο ποιητικό του έργο καθοριστικά και με διάρκεια.
Ακόμη και μετά την μετακίνησή του από την Αθήνα για το γυμνάσιο Μπίσμαρκ στην Καρλσρούη, πλέον ως καθηγητή, προέκυψαν μεταφράσεις που είχαν στόχο να κάνουν γνωστούς μοντέρνους έλληνες ποιητές στον γερμανόφωνο χώρο. Αρχικά δημοσιεύτηκε μια δίγλωσση έκδοση των «Επτά Νυχτερινών Επτασύλλαβων» του Ελύτη(1966), έπειτα το 1969 «Το Άξιον Εστί» όπως, επίσης τη δεκαετία του ’60, τα «Δεκαέξι Χαικού» του Γιώργου Σεφέρη, καθώς και μια επιλογή από τις «Μαρτυρίες» του Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος σε μια του χειρόγραφη αφιέρωση αποκάλεσε τον Ντιτς ως «μεταφραστή μου». Με τον Ρίτσο συνομιλούσε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του (ΣτΜ. Ρίτσου) στα κάτεργα της Λέρου την περίοδο της δικατορίας των συνταγματαρχών, πότε μέσω του Ερυθρού Σταυρού, πότε μέσω του πάλαι ποτέ εισηγητή προγραμμάτων του αθηναϊκού Ινστιτούτου Γκαίτε, Γιοχάνες Βάισερτ. Επρόκειτο για μια συλλογική έκδοση των (χωρίς την τρίτη σειρά που προέκυψε αργότερα) 190 μαρτυριών, στις οποίες δούλευε ο Ντιτς στα τέλη της δεκαετίας του ’60 για μια συμφωνημένη έκδοσή τους για τις εκδόσεις Claassen. Κι όμως, μετά από δυο χρόνια δουλειάς και κοπιαστικής ανταλλαγής επιστολών με τον συγγραφέα, ο διευθυντής των εκδόσεων υπαναχώρησε επικαλούμενος τη χαμηλή εμπορική αξία [ΣτΜ. του έργου]. Ο Ντιτς, κλονισμένος, αντέδρασε τον Σεπτέμβρη του 1970 απέναντι στον εκδοτικό οίκο: «Γιατί δεν αρνηθήκατε νωρίτερα; Η επικαιρότητα του έργου του Ρίτσου αυξάνει αντί να μειώνεται. Κανείς δεν ξέρει για πόσον καιρό ακόμη θα ζει ο ποιητής […] αν το σκεφτώ καλά, στην άρνησή σας αντικρύζω ασέβεια απέναντι στον συγγραφέα και το μεταφραστή, η οποία δεν αίρεται και δεν μετριάζεται από κανένα ισοδύναμο». Ο Ντιτς τήρησε την υπόσχεση («χρωστάω κάτι στον Ρίτσο») που είχε δώσει στον Ρίτσο ακόμη και μετά τον θάνατο του τελευταίου: το 2009 για τα 100ά γενέθλια του ποιητή, δημοσιεύτηκε, σε συνεργασία με την υποφαινόμενη, ένας τόμος με τις τρεις ποιητικές συλλογές «Μαρτυρίες» πλαισιωμένες με αναλυτικές σημειώσεις και έναν επίλογο.
Για τις πρώτες μεταφορές του Ρίτσου μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ο Dietz δέχτηκε σκληρή κριτική. Κατηγορήθηκε για «αποπολιτικοποίηση» και «αποϊδεολογικοποίηση» ενός ποιητή, ο οποίος ήταν κοντά στις σοσιαλιστικές ιδέες και μάλιστα για ενάντιους ιδεολογικούς λόγους. Η Μαρία Μπίζα, σε μια λεπτομερή έρευνα για τις «γερμανοελληνικές ποιητικές ανταλλαγές στον 20ο αιώνα» ανακαλεί αυτή την μομφή: το ενδιαφέρον του Ντιτς για το έργο του Ρίτσου δεν υπήρξε ούτε ιδεολογικά υποκινούμενο, ούτε είχε κάποια σχέση με το κίνημα ενάντια στη δικτατορία. Το ενδιαφέρον του Ντιτς για τον ποιητή, μας λέει η νεοελληνίστρια, έπρεπε να αναζητηθεί κάπου εντελώς αλλού, ίσως στο δεσμό του Ρίτσου με την ελληνική αρχαιότητα. Δεν πρόκειται σίγουρα για σύμπτωση ότι ο κλασικός φιλόλογος Ντιτς, ως πρώτος μεταφραστής του Ρίτσου, του αναγνώρισε μια εγγύτητα στην ελληνική τραγωδία και, ακόμη πιο πέρα, αντέτασσε τους ήρωες του Ρίτσου στους ήρωες του Ομήρου καθώς επίσης και της αρχαίας τραγωδίας: «Στον Ρίτσο, όπως διαπίστωσε ο Ντιτς, έλαβε χώρα μια αντιστροφή της ηρωικότητας, μια που οι ήρωες «έγιναν απλοί ανώνυμοι άνθρωποι, οι οποίοι στη βεβαρυμένη υπαρξή τους χτυπήθηκαν ξαφνικά από το απόλυτο, το οποίο κρυφά ποθούσαν.» (Μπίζα, 168).
Με την εξαίρεση ενός κειμένου σε πρόζα, του μυθιστορήματος «Και ιδού ίππος χλωρός», της Τατιάνας Γκρίτση – Μιλλιέξ (Claassen, 1968), ο Ντιτς δημοσίευε, από το 1963, κατά κανόνα μεταφράσεις μοντέρνας ελληνικής ποίησης (Σολωμό, Παλαμά, Καβάφη, Βρεττάκο, Μαβίλη, Σεφέρη και κάθε τόσο Ρίτσο και Ελύτη) σε λογοτεχνικά περιοδικά: Merkur, Literatur und Kritik, horen, hellas, Hellenika, Sinn und Form, Akzente. Εντυπωσιακή είναι και η ποικιλία των συγγραφέων στο αφιέρωμα για την σύγχρονη ελληνική ποίηση που ο Ντιτς επιμελήθηκε, μετέφρασε και συμπλήρωσε με μια «μικρή εισαγωγή στη νεοελληνική ποίηση» για τον ελληνικό τόμο Νο. 87 (1972) του λογοτεχνικού περιοδικού die horen. Ένα δακτυλογραφημένο σώμα «Νεοελληνική Ποίηση» από τα κατάλοιπα χειρόγραφά του περιέχει μερικές από αυτές τις μεταφράσεις, πλάι σε κάποια ανέκδοτα. Στον πρόλογο, με ημερομηνία 10 Ιούνη 1964 στην Αθήνα, γράφει: «Η χαρά για την νεοελληνική γλώσσα, την μετάφραση και την επιμέλεια, μαζί με την αγάπη για τη φόρμα και τις αξίες του νεοελληνικού πολιτισμού, καθώς και με το γενικό ενδιαφέρον για την ποιητική έκφραση θεμελιωδών ανθρώπινων καταστάσεων σε μια χώρα, η οποία υπήρξε για τον μεταφραστή για έξι χρόνια μια δεύτερη πατρίδα, […] αποτελούν μερικούς από τους λόγους που συστάθηκε η παρούσα ανθολογία».
Πίσω στην Καρλσρούη, ξεκίνησε από το 1964 – παράλληλα με τις μεταφράσεις και την συμβατική εργασία του- έναν δρόμο ριζοσπαστικής αυτογνωσίας και αναστοχασμού. Θα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει αυτό το δρόμο από τα ποιήματα 50 χρόνων του τόμου «Ψαλμοί πόνου» (εκδόσεις Elfenbein, 2005), αλλά κι από τις αναρίθμητες μελέτες και πραγματείες για την επικαιρότητα του μύθου και της αρχαίας σκέψης στο παρόν και που ενέτασσε πάντοτε σε ένα διεπιστημονικό πλαίσιο αναφοράς. Εισηγήσεις και πραγματείες του, που δημοσιεύτηκαν υπό του τίτλους «Η ανθρώπινη αξία στον Όμηρο», «Ακραίες καταστάσεις και ήθος. Από την κοσμοθεωρία του Ομήρου στο μοντέρνο πρότυπο του ανθρώπου» (2005) και «Η απελπισία ως δημιουργική πρόκληση» (2008), αλλά και πολλά άλλα, πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της κλασικής φιλολογίας αλλά και της γλωσσκής επιστήμης.
Ο Ντιτς δεν ενδιαφερόταν να ιδανικοποιήσει τη χώρα, που οι φιλέλληνες αναζητούν με την ψυχή τους. Έτσι θεματοποίησε στην ποίησή του την ευρεία σιωπή που ακολούθησε από γερμανικής πλευράς μετά το 1945 για την πολεμική και κατοχική περίοδο 1941-1944, η οποία άφησε πίσω της μια κατεστραμμένη Ελλάδα: «Τα βγάζεις πέρα καλύτερα με την αλήθεια/αν μιλάς για τον καιρό/σωπαίνεις για Μόναχο, Βερολίνο/ για Κρήτη και Στάλινγκραντ». Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας πήρε θέση με μια δήλωση περί της «θεμελιώδους απειλής για την ελληνική ελευθερία, εφόσον οι συνταγματάρχες αγνόησαν είτε αντέστρεψαν το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση γνώμης, την ελευθερία της τέχνης και το δικαίωμα στην κοινωνική πρόοδο».
Για τον Ντιτς η μετάφραση δεν ήταν απλά μια μεταφορά από τη μια γλώσσα στην άλλη με βάση τους κανόνες της τέχνης, με τους οποίους προσπαθούσε να μας εξοικειώσει μέσω της γενικής αρχής «κυριολεκτικά όσο είναι εφικτό, ελεύθερα όσο είναι αναγκαίο». Πολύ περισσότερο, η προσοχή του ήταν στραμμένη στο πολιτιστικό και πνευματικό πλαίσιο – παράλληλα αλλά και σε συσχέτιση με την γλωσσική εργασία. Έτσι, όλες του οι μεταφράσεις συνοδεύονται από προλόγους ή επιλόγους και ερμηνευτικά κείμενα, τα οποία πλάι στη βιβλιογραφία του εκάστοτε συγγραφέα περιείχαν επεξηγηματικές παρατηρήσεις, που δημιουργούσαν δεσμούς και παρείχαν πολύ περισσότερες λεπτομέρειες στο εκάστοτε μεταφραστικό ιστορικό.
Στην τριπλή του ταυτότητα ως φιλόλογος, ποιητής και μεταφραστής απέδωσε στο μύθο, τόσο σε ό,τι αφορά την ποίηση αλλά και τη φιλοσοφία, μια θεμελιώδη και υπαρξιακή σημασία για το παρόν μας. Στοιχεία αυτού του «νέου μύθου του ανθρώπου» ταυτοποίησε στους βασικούς εκπροσώπους της μοντέρνας ποίησης, με τους οποίους ασχολήθηκε. Ο Ντιτς έβλεπε τον εαυτό του – στο ρόλο του μεταφραστή όσο και του δασκάλου και του δημοσιεύοντος κλασικού φιλολόγου – ως διαμεσολαβητή ελληνικού πολιτισμού· ο οποίος, σύμφωνα με την κατανόησή του, παρουσιάζει διαρκή ενότητα από την αρχαιότητα μέχρι τους μοντέρνους καιρούς, αν και υποβλήθηκε σε αλλαγές «όπως κάθε τί που αναπνέει» (Σεφέρης).
Από το 1972 εως τη συνταξιοδότησή του το 1993 ο Γκιούντερ Ντιτς υπήρξε διευθυντής του περίφημου Κούρφουρστ-Φρήντριχ-Γυμνασίου στη Χαϊδελβέργη. Μετά τη συνταξιοδότησή του αφιερώθηκε σ φιλολογικά, ηθικά και πολιτισμικοφιλοσοφικά θέματα, καθώς και σε μεταφράσεις ή έδινε ομιλίες και οργάνωνε αναγνώσεις· εξέδωσε, όπως αναφέρθηκε, υπό τον τίτλο «Ψαλμοί πληγών», μια ανθολογία ποιημάτων του τα οποία συνέθεσε μεταξύ 1955 και 2005. Το 2005 παρέλαβε το μέχρι σήμερα τελευταίο γερμανοελληνικό βραβείο μετάφρασης, το οποίο του δόθηκε από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Ελλάδος και το αθηναϊκό Ινστιτούτο Γκαίτε. Μέχρι το θάνατό του προετοίμαζε μια μετάφραση μιας αυτοβιογραφικής πρόζας του Οδυσσέα Ελύτη. Τον Απρίλιο της παρούσας χρονιάς, ο Γκιούντερ Ντιτς θα γινόταν 90 χρονών.
Παρατηρήσεις
Ο πρώην μαθητής του, ο γνωστός συνθέτης Βόλφγκανγκ Ριμ, αναφέρει σε μια συνέντευξη: «Θυμάμαι τον καθηγητή των ελληνικών μου, Γκιούντερ Ντιτς, ο οποίος πάντοτε τόνιζε, ότι ο καθένας πρέπει να βρει το μέτρο του, το οποίο θα μπορούσε να το γνωρίσει μόνο εάν μια φορά το ξεπερνούσε. Αυτό, σε σχέση με την τέχνη, είναι ο χρυσός δρόμος» (ZEITmagazin 7/2015)
Ο πρώην συνάδελφός του Δρ. Μάρτιν Κένε γράφει στον επικήδειο:
«…λεπτή ανθρωπινότητα γνώρισαν ο συνάδελφος κι ο μαθητής στην συνάντησή τους με τον Γκιούντερ Ντιτς: δεν έπαιρνε μόνο τα κείμενα σοβαρά και ειλικρινά στην ακρόαση και την συνομιλία, μα κι όποιον είχε απέναντί του.»
Οξώπετρα, θρυλικό
του Γκιούντερ Ντιτς (είς μνήμην Όδυσσέα Έλύτη)
Κάτω εκεί
στην πέτρα του επέκεινα
όταν ξανά για μας
θα διαπραγματευτείς
το πέρασμα αντίπερα
όταν κομίσεις
τις διάπυρες
αδαμάντιες λέξεις
κύμα το κύμα
πεισματικά
από τους θησαυρούς τους πιό βαθιούς
(κανείς πλουσιότερος)
τότε βλέπω και εγώ
ξανά τη βάρκα
δίχως εμάς να τραμπαλίζεται
τους ήχους σου
σκορπάς
στο ενδιάμεσο σκότος
οργωμένα μονοπάτια
όπου σε λίγο
άηχα
θα σβήνουμε
Μετάφραση: Μαρία Τοπάλη
Ο Άρης Δικταίος μετάφρασε το 1964 επτά ποιήματα του Γκιούντερ Ντιτς για το περιοδικό Νέα Εστία (Τεύχος 76, σ. 1012-1014), ενώ ακόμη δεκατρείς μεταφράσεις από την Μαρία Τοπάλη δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Ποιητική (6/2010, σ. 108).