20. Φεβρουαρίου 2023

Συζήτηση με τον ζωγράφο Άρη Καλαϊτζή

By editorial team

με τον Γιώργο Λάιο

 

ΓΛ: Σπάνια έχει κανείς τη δυνατότητα να μοιράζεται τις σκέψεις του για το έργο ενός καλλιτέχνη με τον ίδιο τον δημιουργό. Γι’ αυτό χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτή την ευκαιρία και λέω να βουτήξουμε κατευθείαν στα βαθιά.

Τουλάχιστον από την εποχή του γερμανικού ιδεαλισμού υπάρχει μια ευκρινής διάκριση μεταξύ αυτού που έχει δημιουργηθεί από τη φύση κι εκείνου που είναι προϊόν του πνεύματος. Πολιτισμός εναντίον φύσης, θα μπορούσε να πει κανείς. Έχω την εντύπωση ότι σε κάποιες από τις εικόνες του επιχειρείται μια προσπάθεια να αρθεί αυτή η φαινομενικά αγεφύρωτη διαφορά. Αν αυτή η υπόθεση δεν είναι ήδη αρκετά παρατραβηγμένη, θα μπορούσα να προσθέσω ότι μπορεί κανείς σ’ αυτή να αναγνωρίσει και έναν μετασχηματισμό της: ένα παιχνίδι μεταξύ ταυτότητας και πολιτισμού ή, χωρίς διάθεση να το περιορίσω σ’ αυτό: το ζήτημα της ενσωμάτωσης. Επιτρέπεται άραγε, καθώς κανείς παρατηρεί ένα έργο τέχνης, να λαμβάνει υπόψη του και τον δημιουργό του;

ΑΚ: Επίτρεψέ μου να πω, ότι είναι δική μου η χαρά, καθώς, έχει τύχει να συζητήσω ξανά με ανθρώπους από το χώρο της φιλολογίας και πάντοτε είχα κάτι να κερδίσω από την επαφή αυτή.

Για να επιστρέψω στην ερώτησή σου: σαφώς επιτρέπεται να λαμβάνει κανείς υπόψη του τον καλλιτέχνη. Το υπέροχο στην τέχνη είναι ότι δεν έχει όρια κι ότι πιο πολύ διευρύνει παρά περιορίζει. Έτσι, όπως ο θεατής μπορεί να σκέφτεται τον δημιουργό, έτσι κι εγώ όταν ζωγραφίζω έχω στο μυαλό μου τον ένα ή τον άλλο κριτικό θεατή. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του αν κανείς ζωγραφίζει για τον οποιονδήποτε ή αν το κάνει για εκείνον με τον οποίο υπάρχει μια πνευματική συγγένεια. Ο Ζαν Πωλ το εκφράζει αυτό πολύ ωραία: τα μυθιστορήματα δεν είναι παρά μεγάλα γράμματα σε φίλους. Θα πρόσθετα: σε άγνωστους ακόμη φίλους.

ΓΛ: Έχω την αίσθηση ότι αναφέρεσαι στην έλλειψη ορίων σαν προϋπόθεση της τέχνης, κι όμως στην ερμηνευτική πράξη του θαρραλέου θεατή, το έργο τέχνης παρουσιάζεται πάντοτε σαν μια συγκεκριμένη περιοχή. Το να γράφει-κανείς-σε-κάποιον αποτελεί αιτία ή στόχο τελικά;

ΑΚ: Η αιτία της δουλειά μου είμαι πάντοτε εγώ. Ο στόχος της είναι η πλήρης ταύτιση της εικόνας που φαντάστηκα με την υλική της αποτύπωση. Διότι, σε τί χρησιμεύουν τα καλύτερα των οραμάτων, όταν δε μπορεί κανείς να τα υλοποιήσει κατάλληλα; Ο υψηλότερος στόχος μου είναι λοιπόν να αρθώ στο ύψος της επιθυμητής εικόνας. Αν λοιπόν μετά την ολοκλήρωση ενός καινούριου έργου καταφέρω να οδηγήσω τον θαρραλέο θεατή, όπως λες, ή τον ώριμο θεατή, όπως θα έλεγα εγώ, σε ένα άγνωστο, όμορφο τοπίο, τότε έχω εκπληρώσει το στόχο μου. Μόνο τότε.

ΓΛ: Υπό αυτή την έννοια είναι αυτό το ταξίδι με τον κριτικό θεατή, όπως είπες, που αποτελεί τον στόχο της τέχνης…πολύ ενδιαφέρον. Και πως προκύπτει η νοητική παράσταση της εικόνας την οποία προσπαθείς με τη ζωγραφική σου να δικαιώσεις;

ΑΚ: Μπορείς κι αυτό να το φανταστείς ως ένα ταξίδι, όπου αρχικά συναντάω όλους τους πίνακες που έχω ήδη ζωγραφίζει, χωρίς όμως να θέλω να παραμείνω εκεί, γιατί δε μ’ αρέσει να επαναλαμβάνομαι. Ωστόσο βρίσκονται όλοι τους στη συνείδηση και το υποσυνείδητό μου. Οπότε συνεχίζω το ταξίδι μου για ένα μέρος στο οποίο δεν έχω ξαναβρεθεί. Συνήθως δεν χρειάζεται να ταξιδέψω πολύ μακριά, παρότι καμιά φορά συμβαίνει κι αυτό. Ωστόσο, όταν οξύνεται η αντίληψη ερεθίζονται οι αισθήσεις μου, τα μάτια μου μπορούν να βλέπουν τόπους, που περνάνε απαρατήρητοι στην καθημερινότητα. Μόλις βρω έναν τέτοιο τόπο τον μπολιάζω με την φαντασία μου και τον εμπλουτίζω με διάφορα στοιχεία. Κι αν μετά από αυτό το μπόλιασμα αισθανθώ χαρά, έναν παιδικό παλμό, κάτι σαν ένα εύρηκα, τότε η φωτιά έχει φουντώσει και μπορώ να ξεκινήσω να ζωγραφίζω τον καινούριο πίνακα.

ΓΛ: Άρα η ζωγραφική ξεκινάει πριν τη ζωγραφική… Παρά το ταξίδι σε καινούριους τόπους, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στους πίνακές σου μοτίβα που επανέρχονται. Πρόκειται για πράγματα που βρίσκεις ξανά σ’ αυτό το νέο μέρος ή για πράγματα που φέρεις μαζί σου εκεί;

ΑΚ: Το δεύτερο. Εμπλουτίζω τον καινούριο τόπο με θέματα από τον υλικό μου κόσμο. Και προστίθενται διαρκώς καινούρια αντικείμενα σ’ αυτόν. Μερικές φορές, ωστόσο, κι εδώ έχεις δίκιο, χρησιμοποιώ παλιά θέματα, όπως μια άδειά αίθουσα κινηματογράφου, ρίζες, φούστες tutu, αιωρούμενους ανθρώπους και διάφορα άλλα. Αυτά τα αντικείμενα έχουν για μένα μια συγκεκριμένη μορφή και φυσικά κάτι σημαίνουν. Τα χρησιμοποιώ ως μεταφορές.

ΓΛ: Μεταφορές;

ΑΚ: Ναι, χρειάζομαι μεταφορές, όπως χρειάζεται κανείς τον αέρα για να αναπνέει. Χωρίς τη μεταφορική σκέψη η ζωγραφική θα μου έμοιαζε σαν μια άψυχη επιστήμη, όπου ο θεατής απλώς λαμβάνει στο τέλος ένα είδος έτοιμου προϊόντος. Απ’ τις μεταφορές μπορεί να προκύψει η μεγαλύτερη ποικιλία. Η μεταφορά είναι κρίσιμο συστατικό κάθε τέχνης. Επίσης, δε μ’ αρέσει καθόλου όταν ένα βιβλίο, ένας πίνακας ή μια θεατρική παράσταση προσπαθούν να με χειραγωγήσουν.

Καμιά φορά, πάλι, εμφανίζεται στους πίνακές μου ένα καινούριο θέμα και δεν έχω ιδέα από που προέκυψε. Τότε διαπιστώνω ότι δεν ελέγχω πλήρως την κατάσταση κι ότι ο παράλογο διεκδικεί τον χώρο που του ανήκει. Κι εσύ Γιώργο, δεν έρχεσαι ποτέ σε επαφή με αυτό, του οποίου τα όρια είναι θολά, όπου το μόνο ικανό να γνωσθεί μοιάζει μ’ ένα αχνό φωσάκι; Επιτρέπεται να ρωτήσω σε ποιο βαθμό ποια είναι η σχέση σου με τη μεταφορική λειτουργία;

ΓΛ: Για μένα είναι σημαντική η δευτερογενής επεξεργασία της αντίληψης, που αποτελεί τον μετασχηματισμό, τη εσωτερική μεταμόρφωση αυτού που βρίσκεται «εκεί έξω». Γι’ αυτό και εκτιμώ τόσο το συμβολισμό και τις μεταφορές στη δική σου τέχνη, γιατί χάρη σ’ αυτά, είμαι σε θέση να ξαναγνωρίζω μέσα μου, αυτό που είναι φαινομενικά ασαφές. Έτσι δεν είναι πια θολό, αλλά γίνεται κομμάτι μου. Κι έτσι για μένα, όταν παρατηρώ την τέχνη σου, η ρίζα ενός δέντρου μέσα σ’ ένα σαλόνι αντιπροσωπεύει τα συναισθήματα που αναπτύσσονται στις μέρες μας όταν άνθρωποι από όλον τον πλανήτη μεταναστεύουν απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Ταξιδεύω λοιπόν από τον πίνακά σου στη δική μου πραγματικότητα κι αυτό κάνει για μένα την τέχνη σου τόσο ωραία, ότι μου επιτρέπει να ζήσω πολλές πραγματικότητες σε έναν μόνο κόσμο. Για να αντιστρέψω αυτή τη σκέψη: σε αλλάζουν οι πίνακές σου καθώς τους ζωγραφίζεις;

ΑΚ: Μια ωραία απάντηση και μια πολύ καλή ερώτηση. Δε μπορώ να πω ακριβώς πότε συμβαίνει η αλλαγή. Μπορώ να πω, ωστόσο, ότι συμβαίνει. Κι αυτό το βλέπω κυρίως κοιτάζοντας τη ζωή μου, τις μεταβολές των θεμάτων της ζωής μου, ίσως τον διαρκώς μεταβαλλόμενο κύκλο των φίλων και φυσικά τους πίνακές μου. Κι έτσι διαπιστώνω ότι σήμερα θα έκανα πολλά πράγματα αλλιώς – τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Το πνεύμα παραμένει ίδιο, αλλά οι πίνακές μου γίνονται κομψότεροι και ωριμότεροι. Κι αυτό δεν είναι φυσικά άσχετο με την ηλικιακή πρόοδο, την εμπειρία και την αδιάκοπη εργασία, μια που αυτή αποτελεί συχνά την προϋπόθεση της αλλαγής και τελικά της εξέλιξης. Κι αυτό είναι το ζητούμενο: οι αλλαγές έχουν νόημα όταν οδηγούν σε εξέλιξη. Και το να έχει κανείς αυτά τα βιώματα, τα οποία είναι βέβαια όμορφα, συνδέεται συχνά και με πόνο, γιατί μια παλιά ιδέα, μια παλιά σκέψη εγκαταλείπεται για μια καινούρια κι είναι επίπονη η απώλεια. Για να επιστρέψω στην ερώτησή σου: ελπίζω στην αλλαγή και ως εκ τούτου θεωρώ ότι βρίσκομαι πιο κοντά στην αρχή από ό,τι στο τέλος. Και νιώθω σίγουρα μια κρυφή χαρά για εικόνες που ακόμη δεν έχω σκεφτεί.

ΓΛ: Πιστεύω ότι όλοι ελπίζουμε στις εικόνες που ακόμη δεν έχεις σκεφτεί, γιατί έτσι θα προκύψουν νέα βιώματα για τις αισθήσεις και νέα θέματα για τις συζητήσεις μας! Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή τη γεμάτη έμπνευση συζήτηση!

_______

Ο Άρης Καλαΐζης γεννήθηκε στη Λειψία το 1966 ως γιος πολιτικών μεταναστών. Οι γονείς του Λαμπρινή και Πασχάλης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους στη βόρεια Ελλάδα το 1949 λόγω του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Σπούδασε ζωγραφική στη Λειψία με τον καθηγητή Arno Rink, του οποίου έγινε αριστούχος μαθητής το 2000. Οι πίνακές του βρίσκονται σε πολλές διεθνείς συλλογές. Ζει και εργάζεται στη Λειψία με τη σύζυγό του Annett και την κόρη τους Niki.

Ο Γιώργος Λάιος, γεννήθηκε το 1984 στις Σέρρες, σπούδασε κλασική φιλολογία. Από το 2015 ζει και εργάζεται στο Βερολίνο ως Projektmanager. Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Εξάντας» από το 2019.

 

Φωτογραφία άρθρου: O Άρης Καλαϊτζής με πίνακες του – Copyright2021 Fokko Rijken

Πίνακες:
– Reservat eins
– Eαυτός (2019)
– Τελετή (2008)