Κίνδυνος πολέμου στο Αιγαίο – Απειλεί η Τουρκία με επίθεση την Ελλάδα;
του Andreas Poltermann
Πώς ένα ερωτικό τραγούδι έγινε απειλή πολέμου
«Μη με φωνάζεις έτσι από τα βάθη της καρδιάς σου / ίσως έρθω απροσδόκητα ένα βράδυ» [1] Αυτοί είναι στίχοι του ερωτικού ποιήματος “Bir Gece Ansızın Gelebilirim” του Τούρκου ποιητή Ümit Yaşar Oguzcan, το οποίο μελοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και σύντομα έγινε επιτυχία στη Τουρκία. Το τραγούδι αυτό παιζόταν από τους ελεγχόμενους τουρκικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς τον Ιούλιο του 1974, όταν η χούντα των Αθηνών και οι εθνικιστικές κυπριακές δυνάμεις επιχείρησαν πραξικόπημα κατά του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και υποκίνησαν πογκρόμ κατά της τουρκικής μειονότητας. Η Τουρκία, εγγυήτρια δύναμη μαζί με την Μεγάλη Βρετανία και την Ελλάδα, επενέβη στρατιωτικά και κατέλαβε το βόρειο μέρος του νησιού. Από τότε, το νησί είναι διαιρεμένο στα δύο.
Ένα ερωτικό τραγούδι έγινε απειλή, την οποία ακολούθησαν πράξεις. Έκτοτε χρησιμοποιείται ο στίχος «ίσως έρθω απροσδόκητα ένα βράδυ» ως απειλή εισβολής της Τουρκίας σε ελληνικά εδάφη. Η τελευταία φορά που ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν χρησιμοποίησε τον παραπάνω στίχο ήταν τον Σεπτέμβριο του 2022, πριν ξεκινήσει επίσημη επίσκεψη σε διάφορες βαλκανικές χώρες.
Απειλεί η Τουρκία να επιτεθεί στην Ελλάδα;
Θα ακολουθήσουν την απειλή πράξεις και αυτή τη φορά; Αυτό ήταν το αρχικό ερώτημα που έθεσε ο δημοσιογράφος Γεώργιος Παππάς στον Δρ. Günter Seufert, ειδικό σε θέματα Τουρκίας της δεξαμενής σκέψης “Stiftung Wissenschaft und Politik” του Βερολίνου. Η πλειονότητα των πολυάριθμων καλεσμένων της βραδιάς, Ελλήνων και φίλων της Ελλάδας, ήταν μάλλον της άποψης ότι ο κίνδυνος πολέμου είναι πραγματικός.
Ο Δρ. Seufert είχε διαφορετική άποψη. Μια επίθεση της Τουρκίας στην Ελλάδα δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί. Αλλά είναι απίθανη. Πρόκειται μάλλον για μια απειλητική πολιτική που αποσκοπεί στη δημιουργία ανασφάλειας στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στην επίδειξη δύναμης στο εσωτερικό της Τουρκίας. “Μα πότε θα έρθεις επιτέλους, είσαι τόσο αδύναμος που μόνο να απειλείς συνέχεια μπορείς;”, ειρωνεύεται η κεμαλική αντιπολίτευση. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν και η Τουρκία του είναι μάλλον αδύναμοι σήμερα.
Αυτό το καλοκαίρι, ο πρόεδρος Ερντογάν αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ήττα του απέναντι στον Άσαντ. Δεν είχε καταφέρει να προωθήσει την Αραβική Άνοιξη στη Συρία και να ανατρέψει τον Άσαντ. Αρχικά, ανέμενε από τις εξεγέρσεις μια πορεία εκδημοκρατισμού στις αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής, την οποία θα μπορούσε να καθοδηγήσει η Τουρκία. Ως πρότυπο για αυτό θα ήταν η πορεία που ακολούθησε η Τουρκία τα τελευταία 100 χρόνια. Αυτός είναι ο δρόμος της αργής – με επανειλημμένες διακοπές από στρατιωτικές δικτατορίες – αποδιάρθρωσης του κεμαλικού, αυστηρά κοσμικού αυταρχισμού. Τώρα, σύμφωνα με τις προσδοκίες του Ερντογάν, οι εξεγέρσεις στις ισλαμικές χώρες θα πρέπει να καλύψουν αυτή τη πορεία σε συντομότερο διάστημα για να επιτύχουν τη συμφιλίωση του Ισλάμ με τη δημοκρατία. Αλλά η Αραβική Άνοιξη απέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Ειδικά, στη Συρία. Εκεί, η εξέγερση έθεσε επίσης σε κίνδυνο τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, η οποία διατηρεί τη μοναδική ναυτική της βάση στη Μεσόγειο στην Ταρτούς της Συρίας και η οποία, ως εκ τούτου, βοήθησε με κάθε τρόπο τον Άσαντ να καταστείλει τις εξεγέρσεις. Σήμερα, ο Ερντογάν επιδιώκει τη συμπόρευση με τον Άσαντ και στρέφεται με τη συγκατάθεση των Ρώσων που ελέγχουν τον συριακό εναέριο χώρο και προς ικανοποίηση του Άσαντ, εναντίον των Κούρδων, που είναι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στη Συρία. Αλλά ακόμη και η Τουρκία δεν μπορεί να διεξάγει περισσότερους από έναν πολέμους, παρόλο που διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ.
Μια στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα θα είχε μεγάλες συνέπειες και για αυτό θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη για την Τουρκία. Η Ελλάδα είναι καλά εξοπλισμένη, ιδίως με εκσυγχρονισμένη αεράμυνα. Με ποιο τρόπο θα υποστήριζε η ΕΕ την Ελλάδα σε περίπτωση επίθεσης της Τουρκίας είναι αβέβαιο. Μετά την αποτυχία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, η ΕΕ διαθέτει ελάχιστα μέσα πίεσης προς τη Τουρκία. Πιθανότατα θα της επέβαλε κυρώσεις, οι οποίες θα δυσκόλευαν την Τουρκία να παρακάμπτει τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας. Αυτά τα μέτρα θα έπλητταν τις τουρκικές εξαγωγές προς την Ευρώπη και τη Ρωσία και θα επιδείνωναν τον ήδη υψηλό πληθωρισμό και τη φτώχεια στη χώρα. Το αν το ΝΑΤΟ θα εγκαταλείψει την ουδέτερη στάση του στις εσωτερικές συγκρούσεις είναι επίσης αβέβαιο. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης του ΝΑΤΟ, οι αποφάσεις της συμμαχίας πρέπει να είναι ομόφωνες, η επέμβαση του ΝΑΤΟ σε μια ελληνοτουρκική σύρραξη είναι μάλλον απίθανη. Πολύ πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βασίζονται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα και απομακρύνονται από την Τουρκία. Η Ελλάδα λαμβάνει τον πιο σύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό από τις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός στρατός επεκτείνει τις βάσεις του στη Λάρισα και την Κρήτη και σχεδιάζει να σταθμεύσει υπερσύγχρονα πολεμικά πλοία στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης στη βόρεια Ελλάδα, τα οποία είναι εξοπλισμένα με πυραύλους και διαθέτουν δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου. Η Αλεξανδρούπολη είναι ήδη στρατηγικής σημασίας για τις ΗΠΑ, διότι ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής βοήθειας σε όπλα προς την Ουκρανία αποβιβάζεται εδώ.
Η αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ αντιμετωπίζεται με καχυποψία από αριστερούς κύκλους στην Ελλάδα. Το ΚΚΕ για παράδειγμα την απορρίπτει κατηγορηματικά, εκτιμώντας ότι επιβαρύνει τη σχέση της Ελλάδας με τη Ρωσία. Κατά τον ειδικό επιστήμονα σε θέματα πολιτικής της Τουρκίας Δρ. Seufert, η παρουσία των Αμερικανών στρατιωτών εξυπηρετεί τις στρατηγικές προθέσεις των ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά προσφέρει ταυτόχρονα και προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας.
Πολιτική απειλών – Η απομόνωση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας»
Ο Δρ. Seufert δεν θεωρεί ότι είναι στρατιωτικός εμπειρογνώμονας. Παρ’ όλα αυτά, εκτιμάει ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο επικίνδυνη και ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος πολέμου. Γιατί όμως οι άνθρωποι στην Ελλάδα και πιθανότατα οι περισσότεροι από τους καλεσμένους στη βραδιά του Εξάντα στο Βερολίνο αξιολογούν τόσο διαφορετικά την κατάσταση; Πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα φοβούνται ένα “ατύχημα” που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση ή να δώσει στην Τουρκία τη νομιμοποίηση για μια επίθεση. Ως εκ τούτου, πιστεύουν ότι μια επίθεση μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Κατά συνέπεια, η νευρικότητα είναι μεγάλη, όπως και οι προσδοκίες η ΕΕ να σταθεί ξεκάθαρα στο πλευρό της Ελλάδας και να αποτρέψει τις τουρκικές απειλές.
Στις προσδοκίες αυτές ανταποκρίνονται για παράδειγμα η Γαλλία και η Γερμανία. Η Γαλλία διαβεβαιώνει την Ελλάδα ότι θα την βοηθήσει και στρατιωτικά, αν τα χειρότερα συμβούν. Η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών καταδικάζει τις τουρκικές απειλές με σαφήνεια που είναι σπάνια στη γερμανική εξωτερική πολιτική. Ο Γερμανός καγκελάριος συμμερίζεται αυτή τη στάση εκφραζόμενος με κάπως λιγότερο σαφή τρόπο.
Στην Ευρώπη, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, η τουρκική πολιτική δεν βρίσκει συμμάχους. Η Τουρκία είναι απομονωμένη. Αντίθετα η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι, κατά την άποψη του Γερμανού εμπειρογνώμονα, αρκετά επιτυχημένη. Η Ελλάδα έχει συνάψει στρατηγικές συμμαχίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, υποστηρίζεται από την ΕΕ και προτιμάται στην Ουάσιγκτον εμφανώς από την Τουρκία. Ο Ερντογάν δεν καταφέρνει να κλείσει ραντεβού με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Biden, ο Μητσοτάκης κλείνει.
Από τις εκτιμήσεις του Δρ. Seufert, θα μπορούσε κανείς να σχηματίσει την εντύπωση ότι η σημερινή απειλητική πολιτική της Τουρκίας αντανακλά επίσης σε κάποιο βαθμό την απελπισία της για την απομόνωσή της. Και την απογοήτευση της για το αποτυχημένο σχέδιο που θα την έφερνε πιο κοντά στην ΕΕ και συνεπώς και στην Ελλάδα.
Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς σήμερα, αλλά ο πρώιμος Ερντογάν, ο οποίος από το 2002 κατάφερε να οδηγήσει σε επιτυχίες το ισλαμικό του “Κόμμα Δικαιοσύνης και Αφύπνισης”, είχε ξεκινήσει τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας παρά τις πολιτικές απαγορεύσεις και καταστολές. Διεύρυνε την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης, ενίσχυσε την πολιτιστική αυτονομία των Κούρδων και επιδίωξε τη συμφιλίωση με την Αρμενία. Για να καταστεί δυνατή η ένταξη στην ΕΕ, ο Ερντογάν θέλησε να λύσει το Κυπριακό ακόμη και ενάντια στη θέληση του τουρκικού στρατού. Η τουρκική πολιτική δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Υποστήριξε το σχέδιο του πρώην ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν για την επανένωση της Κύπρου. Όμως το σχέδιο απέτυχε το 2004 λόγω της αντίστασης των Ελληνοκυπρίων. Σήμερα, η τουρκική πολιτική αποδέχεται μόνο τη λύση των δύο κρατών. Στο μεταξύ, οι άλλες προσπάθειες προσέγγισης έχουν επίσης ανατραπεί. Κατά τον Δρ. Seifert η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται πλέον για την ένταξη της στην ΕΕ. Όσον αφορά το Κυπριακό, υποστηρίζει αποκλειστικά τη λύση των δύο κρατών. Η Βόρεια Κύπρος αποκτά καθεστώς παρατηρητή στον Οργανισμό Τουρκικών Κρατών (OTS). Το Αζερμπαϊτζάν υποστηρίζεται στον πόλεμο κατά της Αρμενίας με τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Οι Κούρδοι στην Τουρκία καταπιέζονται, οι Κούρδοι στη Συρία βομβαρδίζονται.
Η οριστική απομάκρυνση του Ερντογάν από την Ευρώπη και η αποστασιοποιημένη στάση του απέναντι στις ΗΠΑ χρονολογείται από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, κατά την οποία κατάφερε να αναλάβει τον έλεγχο του κεμαλικού στρατού. Ταυτόχρονα, προσέγγισε το τουρκικό ναυτικό, το οποίο παραδοσιακά αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό το κόμμα του. Το ΑΚΡ είχε από καιρό στο συρτάρι το δόγμα της “γαλάζιας πατρίδας”. Ο Ερντογάν ανέδειξε το δόγμα τώρα σε κατευθυντήρια αρχή της πολιτικής του. Η Τουρκία, σύμφωνα με το δόγμα, είναι μια περιφερειακή δύναμη χωρίς τη συγκατάθεση της οποίας δεν μπορεί να επιλυθεί καμία σύγκρουση στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, χωρίς την οποία δεν μπορούν να γίνονται εξορύξεις στη Μεσόγειο ή να ελέγχονται οι προσφυγικές ροές. Το σύμβολο αυτού του “νεο-οθωμανικού” αξιώματος είναι η αναφορά στους αδελφούς Oruc Reis και Barbaros Hayreddin – δύο πειρατών που κέρδισαν αναγνώριση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από αιώνες. Τώρα δύο τουρκικά ερευνητικά πλοία φέρουν το όνομά τους, τα οποία στην υπηρεσία της Άγκυρας αναζητούν ορυκτά και προορίζονται για να υπερασπιστούν και να επεκτείνουν τη “γαλάζια πατρίδα”.
Το αποκορύφωμα της πολιτικής της “γαλάζιας πατρίδας” προς το παρόν είναι το Μνημόνιο Συνεννόησης του 2019 που συμφωνήθηκε μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης, το οποίο οριοθετεί τις θαλάσσιες σφαίρες συμφερόντων των δύο κρατών στην ανατολική Μεσόγειο. Η εγκυρότητα της συμφωνίας αυτής αμφισβητείται έντονα διεθνώς, διότι διεκδικεί μια τεράστια θαλάσσια περιοχή για την Τουρκία ως αποκλειστική οικονομική ζώνη χωρίς την ταυτόχρονη συμφωνία με άλλα παράκτια κράτη, ιδίως την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο, και διότι παραβιάζει τις βάσει εθιμικού δικαίου αναγνωρισμένες υφαλοκρηπίδες της Κύπρου και των ελληνικών νησιών. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι τα νησιά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Όσο αμφισβητήσιμη και ασαφής, και αν είναι αυτή η τουρκο-λυβική συμφωνία από διεθνή άποψη, για την τουρκική πολιτική, σύμφωνα με τον Δρ Seufert, είναι πολύ σημαντική. Μέχρι τώρα, η Τουρκία έπαιζε μόνο το ρόλο του ταραξία στην Ανατολική Μεσόγειο. Τώρα έχει έναν σύμμαχο, αν και έναν εξαιρετικά ασταθή, ο οποίος συνάπτει μαζί της μια συμφωνία που της δίνει μια φαινομενική νομιμοποίηση σε μελλοντικές προκλήσεις και αξιώσεις που μπορεί να εγείρει η Άγκυρα σε προσεχείς πολιτικές συναλλαγές.
Τέλος, η αξίωση της Άγκυρας να παίζει ρόλο ως περιφερειακή δύναμη αντανακλάται επίσης στον διαμεσολαβητικό ρόλο που διαδραματίζει μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ και των ΗΠΑ. Η Τουρκία έπαιξε ήδη αυτόν τον ρόλο πριν από τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Ο πόλεμος της προσφέρει την ευκαιρία να αποκτήσει γόητρο διεθνώς σε αυτόν τον ρόλο. Η ελπίδα του Ερντογάν είναι ότι με αυτή την εξωτερική πολιτική θα μπορέσει να κερδίσει πόντους στις επικείμενες προεδρικές εκλογές.
Η Τουρκία ήταν ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές στην Ουκρανία πριν από τον πόλεμο, την οποία προμηθεύει με σύγχρονα μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη. Η Τουρκία έχει συνάψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022 και εισάγει το 80 τοις εκατό του σιταριού της από αυτήν. Από την άλλη πλευρά, προσφέρεται στη Ρωσία ως ενδιάμεσος σταθμός για το ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο θα μπορούσε να προωθηθεί μέσω της Τουρκίας στην ΕΕ. Μετά τον έναρξη της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, η Τουρκία έκλεισε τα Δαρδανέλια και τα στενά του Βοσπόρου για όλα τα πολεμικά πλοία. Διαμεσολάβησε μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας για τη σύναψη συμφωνίας για τα σιτηρά. Ο Ερντογάν διατηρεί καλές σχέσεις με τον Πούτιν, αλλά καταδικάζει επίσης τη ρωσική επίθεση και τις προσαρτήσεις ουκρανικών εδαφών. Το σημείο εκκίνησης της πολιτικής του έναντι της Ρωσίας είναι η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Αυτό της προσφέρει την ασφάλεια που χρειάζεται για να μπορέσει να προσεγγίσει τη Ρωσία ως περιφερειακό ανταγωνιστή και παραδοσιακά “εχθρικό γείτονα”.
Προκλήσεις για την Ελλάδα, την ΕΕ και τις ΗΠΑ
Η κάλυψη της τουρκικής πολιτικής από τα μέσα ενημέρωσης θέτει πάντα τον Ερντογάν στο επίκεντρο. Τι είπε πάλι, ποιον έριξε πάλι στη φυλακή. Πράγματι, το προεδρικό σύστημα της Τουρκίας, προσαρμοσμένο στον απολυταρχικό Ερντογάν, υποδηλώνει ότι ένας άλλος πρόεδρος θα μπορούσε να ακολουθήσει πολύ διαφορετικές πολιτικές. Και έτσι εναποτίθενται πολλές ελπίδες στο ότι ο Ερντογάν θα χάσει τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους. Αυτό είναι πολύ πιθανό, θεωρεί ο Δρ. Seufert, αλλά και σε αυτή τη περίπτωση η θεμελιώδης αλλαγή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι πιθανή. Η Τουρκία θα διατηρήσει τις προκλητικές της θέσεις έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Απέναντι στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, θα επιμείνει στη “στρατηγική αυτονομία” της εξωτερικής της πολιτικής. Σε αυτό, υπάρχει διακομματική συναίνεση στην Τουρκία.
Αν η Ελλάδα θέλει να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Τουρκία πέρα από την τρέχουσα κατάσταση μη-πολέμου, θα πρέπει, συνιστά ο Δρ. Seufert, από την πλευρά της να εγκαταλείψει τις μαξιμαλιστικές θέσεις της για την οριοθέτηση των αποκλειστικών θαλάσσιων οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ). Μια ελληνοκυπριακή ΑΟΖ από το Αιγαίο μέχρι την Κύπρο μετατρέπει τη Τουρκία σε ένα είδος αποκλεισμένης χώρας χωρίς πρόσβαση στους θαλάσσιους πόρους και αποτελεί πρόκληση για αυτήν. Όπως ακριβώς η ΑΟΖ που συμφωνήθηκε μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης αποτελεί πρόκληση για την Ελλάδα και την Κύπρο. Η τουρκική θέση είναι προφανώς νομικά αστήρικτη: σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, τα νησιά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την οριοθέτηση των θαλάσσιων αποκλειστικών οικονομικών ζωνών. Το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο παραβιάζει προφανώς αυτούς τους κανόνες. Η Κύπρος δήλωσε πως θα προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο. Αλλά και η θέση της Ελλάδας πιθανώς δεν έχει ισχυρή νομική βάση καθώς παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και είναι ως εκ τούτου άδικη.[2] Και πάνω απ’ όλα, η ελληνική θέση είναι πολιτικά προσανατολισμένη προς τη σύγκρουση. Αν η Ελλάδα θέλει να εκτονώσει τη σύγκρουση με την Τουρκία, πρέπει να εγκαταλείψει τη θέση ισχύος της και να διαπραγματευτεί ένα συμβιβασμό, υποστηρίζει ο εισηγητής..
Οι ΗΠΑ επιθυμούν φυσικά να παραμείνει η Τουρκία μέλος του ΝΑΤΟ. Η γεωστρατηγική της θέση και το μέγεθος του στρατού της έχουν μεγάλη αξία για το ΝΑΤΟ, ακόμη μεγαλύτερη μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο, η σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας μάλλον κορυφώνεται αυτή τη στιγμή. Η Τουρκία θέλει να μετατρέψει τους ρωσικής κατασκευής πυραύλους αεράμυνας S-400 από δοκιμαστική σε κανονική λειτουργία. Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ αρνούνται να παραδώσουν τα πιο σύγχρονα αεροσκάφη F-35, τα οποία η Τουρκία έχει ήδη πληρώσει. Ωστόσο, οι δύο πλευρές δεν θα αφήσουν να επέλθει ρήξη.
Η ΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι η χερσαία πρόσβαση στα δυναμικά οικονομικά κέντρα της Ασίας θα μπορούσε στο μέλλον να παρακάμψει τη Ρωσία και να οδηγήσει μέσω του “μεσαίου διαδρόμου” από την Τουρκία μέσω του Νότιου Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας στην Κίνα. Η Τουρκία αναμένει ότι αυτό θα ενισχύσει τη γεωστρατηγική της θέση. Έχει ήδη αναπτύξει καλύτερες σχέσεις με τις χώρες αυτού του διαδρόμου από ό,τι η ΕΕ, η οποία θέλει να αποκτήσει επιρροή σε αυτές ακολουθώντας με την πολιτική γειτονίας της και την πρόσκληση συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα. Χωρίς τη συνεργασία με την Τουρκία, αυτός ο “μεσαίος διάδρομος” για τον εφοδιασμό ενέργειας και αγαθών θα παρέμενε κλειστός για την ΕΕ. Ως εκ τούτου, η ΕΕ θα συμπεριλάβει την Τουρκία στη νέα πολιτική διεύρυνσης. Αυτό δεν σημαίνει πλέον πλήρη ένταξη και εφαρμογή του συνόλου των κανόνων της ΕΕ, αλλά προβλέπεται η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα. Στην ιδρυτική της συνεδρίαση στις 6 Οκτωβρίου 2022 στην Πράγα, συμμετείχε και ο Ερντογάν μαζί με αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων από 27 χώρες της ΕΕ και 16 άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Κεντρικό ρόλο έπαιξαν η πολιτική άμυνας και ασφάλειας, καθώς και η ενεργειακή και οικονομική πολιτική. Δεν υπήρξε μεν κοινό ανακοινωθέν, έκδηλο όμως ήταν το κοινό ενδιαφέρον για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην Ευρώπη.
Ήταν μια καλή πρωτοβουλία να καλεστεί από τον Εξάντα ένας ειδικός σε θέματα Τουρκίας να μιλήσει σε ένα κατά πλειοψηφία φιλελληνικό ακροατήριο. Ο Δρ. Seufert δεν ικανοποίησε πιθανές προσδοκίες υποστηρίζοντας τις ελληνικές θέσεις. Μίλησε προφανώς επικριτικά για την πορεία της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν. Ωστόσο, κατονόμασε επίσης τα λάθη της ΕΕ, της Ελλάδας και των Ελληνοκυπρίων που συνέβαλαν στην τεταμένη κατάσταση. Αυτή η θέση δεν ικανοποίησε πιθανά όλους και όλες που παραβρέθηκαν στην συζήτηση. Ίσως όμως η βραδιά να συνέβαλε στο να αποκτήσουν νέες γνώσεις.
____________________
[1] Βλ. το άρθρο του Bülent Mumay: Επιστολή από την Κωνσταντινούπολη: Ο νόμος περί λογοκρισίας του Ερντογάν θέλει να φιμώσει τους πάντες, FAZ, 20.10.2022. Ο Mumay παραθέτει στο άρθρο το ποίημα του Ümit Yaşar Oguzcan.
[2] Βλ. επεξεργασία από τις επιστημονικές υπηρεσίες της γερμανικής Βουλής: “Seevölkerrechtliche Bewertung der türkisch-libyschen Vereinbarung über die Abgrenzung ihrer maritimen Interessenssphären im östlichen Mittelmeer“, τελευταία πρόσβαση στις 17.01.2022).